Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τραπεζίτης

  • 1 τραπεζίτης

    [трапэзитис] ουσ. а. банкир.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τραπεζίτης

  • 2 банкир

    банкир м о τραπεζίτης
    * * *
    м
    ο τραπεζίτης

    Русско-греческий словарь > банкир

  • 3 зуб

    зуб м το δόντι коренной \зуб ο τραπεζίτης
    * * *
    м
    το δόντι

    коренно́й зуб — ο τραπεζίτης

    Русско-греческий словарь > зуб

  • 4 банкир

    ο τραπεζίτης

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > банкир

  • 5 банкир

    банкир
    м ὁ τραπεζίτης.

    Русско-новогреческий словарь > банкир

  • 6 зуб

    зуб
    м τό δόντι, ὁ ὀδούς:
    молочный \зуб ὁ γαλαξίας, ὁ γαλακτίας· коренной \зуб ὁ τραπεζίτης, ὁ γομφίος, ὁ κυνόδους, τό σκυλόδοντο· \зуб мудрости ὁ φρονιμίτης· вырывать \зуб βγάζω (ένα) δόντι· скрежетать \зубами τρίζω τά δόντια μου· ◊ сквозь \зубы μασώντας τά λόγια· скалить \зубы γελώ ἀνόητα, χαζογελώ· вооруженный до \зубо́в ὁπλισμένος ὡς τά δόντια, ὁπλισμένος μέχρις ὁδόντων держать язык за \зубами ράβω τό στόμα μου· в \зубах навязло μοῦ ἔγινε φοβερά ἐνοχλητικό· иметь \зуб против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, τρέφω μίσος ἐνάντια σέ κάποιον не по \зубам δέν εἶναι γιά τά κότσια (του)· ни в \зуб (толкнуть) δέν ξέρω οὔτε γρί· попасть кому́-л. на \зуб πέφτω στά χέρια κάποιου· \зуб и а \зуб не попадает τρέμω.

    Русско-новогреческий словарь > зуб

  • 7 коренной

    коренн||ой
    1. прил (существенный) ριζικός, θεμελιώδης:
    \кореннойые преобразования οἱ ριζικές μεταρρυθμίσεις· ·\кореннойым образом ριζικά·
    2. прил (исконный) Ιθαγενής, ντόπιος, γηγενής / αὐτόχθων (туземный) \коренной ое население ὁ ντόπιος πληθυσμός· \коренной житель ὁ ντόπιος κάτοικος, ὁ αὐτόχθων ◊ \коренной зуб ὁ τραπεζίτης·

    Русско-новогреческий словарь > коренной

  • 8 банкир

    [μπανκίρ] ουσ. α τραπεζίτης

    Русско-греческий новый словарь > банкир

  • 9 банкир

    [μπανκίρ] ουσ α τραπεζίτης

    Русско-эллинский словарь > банкир

  • 10 банкир

    α.
    τραπεζίτης, μπανκέρης.

    Большой русско-греческий словарь > банкир

  • 11 зуб

    -а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.
    1. δόντι•

    коренной зуб ο τραπεζίτης•

    молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•

    глазевые -ы οι κυνόνοντες•

    зуб мудрости ο φρονιμίτης•

    вставные -ы τα βαλτά δόντια•

    -ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•

    -ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).

    2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•

    зубья! пилы δόντια του πριονιού.

    εκφρ.
    зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•
    зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•
    - ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•
    - ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•
    глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•
    вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•
    вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•
    иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•
    -ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•
    ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•
    показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•
    стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•
    - ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•
    точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•
    чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•
    навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•
    не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•
    ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•
    сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ.

    Большой русско-греческий словарь > зуб

См. также в других словарях:

  • τραπεζίτης — ο, ΝΜΑ, και τραπεζείτης και τραπεζήτης και δωρ. τ. τραπεζίτας και βοιωτ. τ. τρεππεδίτας και θηλ. τραπεζῑτις, ίτιδος, Α αυτός που ασχολείται με το εμπόριο τού χρήματος και, στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε ως έργο την ανταλλαγή και τον δανεισμό… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζίτης — ο 1.ο διευθυντής ή ιδιοκτήτης τράπεζας. 2. αυτός που κάνει τραπεζικές εργασίες, τοκιστής. 3. πίσω δόντι σαγονιού: Μου πονάει ο τραπεζίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραπεζίτης — τραπεζί̱της , τραπεζίτης money changer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТРАПЕЗИТ —    • Τραπεζίτης,          банкир, который занимался в широких размерах различными денежными операциями, названный так от слова τράπεζα (стол), т. к. он имел свое местопребывание за таким столом в одном из портиков на площади в Афинах; вследствие… …   Реальный словарь классических древностей

  • Συγγρός, Ανδρέας — Τραπεζίτης και εθνικός ευεργέτης (Κωνσταντινούπολη 1828 Αθήνα 1899). Γιος του γιατρού Γεωργιάδη Σ. από τη Χίο, φοίτησε στη σχολή του Θεόφιλου Καΐρη στην Άνδρο και έπειτα τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στην Ερμούπολη. Στη συνέχεια εργάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζῖται — τραπεζίτης money changer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεκέρ, Ζακ — (Jacques Necker, Γενεύη 1732 – Κοπέ 1804). Γάλλος τραπεζίτης και πολιτικός. Το 1772 εγκατέλειψε τη ζωή των επιχειρήσεων, από την οποία, με βάση την τράπεζα Τελισόν Ν., είχε σχηματίσει μεγάλη περιουσία. Είχε μεγάλη εκτίμηση στους λογοτεχνικούς,… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιτεύω — Α [τραπεζίτης] ασχολούμαι με τραπεζικές εργασίες, είμαι τραπεζίτης …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιτικός — ή, ό / τραπεζιτικός, ή, ον, ΝΑ [τραπεζίτης] τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» το περιστύλιο τών τραπεζιτών) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν.… …   Dictionary of Greek

  • Εϊνάρ, Ζαν — (Jean Gabriel Eynard, 1775 – 1863). Γαλλοελβετός τραπεζίτης και φιλέλληνας, γνωστός και ως Εϋνάρδος. Ο Ε. συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση των οικονομικών πολλών ιταλικών κρατών και, μετά τη ναπολεόντεια περίοδο, εργάστηκε για την ανασυγκρότηση… …   Dictionary of Greek

  • Χρυσοβελώνης — Επώνυμο οικογένειας από τη Χίο. Πολλά μέλη της έχουν να επιδείξουν σημαντική πατριωτική και άλλη δράση. 1. Γεώργιος (1756 1822). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στην Πίζα και εργάστηκε ως γιατρός στη Χίο, όπου μύησε πολλούς στη Φιλική Εταιρεία. Το 1802 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»