-
1 τραπέζιον
A small table, Phylarch.44 J.: table of a money-changer, Lys.Fr.50.II Geom., trapezium, Arist. Pr. 911a7, Archim.Sph.Cyl.1.10, al., D.P.175, Str.2.5.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπέζιον
См. также в других словарях:
καρακάλλιον — καρακάλλιον, τὸ (Α) πάπ. υποκορ. τού καράκαλλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράκαλλ ον + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. καλάθ ιον, τραπέζ ιον] … Dictionary of Greek