-
1 τρανωθή
-
2 τρανωθῇ
См. также в других словарях:
τρανωθῇ — τρᾱνωθῇ , τρανόω make clear aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 τρανωθή
2 τρανωθῇ
τρανωθῇ — τρᾱνωθῇ , τρανόω make clear aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)