-
1 τραγωδοποιός
-
2 τραγῳδοποιός
-
3 τραγωδοποιος
-
4 τραγῳδοποιός
трагик, сочинитель трагедий -
5 τραγῳδοποιός
τρᾰγῳδο-ποιός, ὁ,A tragic poet, Ar.Th.30, Pl.Cra. 425d, R. 408b, Eratosth. ap. Eutoc. in Archim. iii p.88 H., Phld.Po.2.29, etc.: generally, writer of serious poetry (cf.τραγῳδία 11
), e. g. of Homer, Pl.R. 605c, 607a; and of Pindar, Hermog.Id.1.6:— τραγῳδιοποιός is found in Metrod.Herc.831.3, in codd. BT of Pl.Smp. 223d, cod. A of R. 607a, etc., and many codd. of Lib.Or.64.112, but is f.l. (in Pl. at least) for τραγῳδοπ-, which codd. give correctly in Cra. 425d, R. 408b, 597e: cf. κωμῳδοποιός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγῳδοποιός
-
6 τραγῳδοποιός
τραγ-ῳδο-ποιός, Tragödien verfertigend, Tragödiendichter -
7 τραγωιδοποιόν
τραγῳδοποιόςtragic poet: masc acc sg -
8 τραγωιδοποιός
τραγῳδοποιόςtragic poet: masc nom sg -
9 τραγωδιοποιος
-
10 τραγ-ῳδός
τραγ-ῳδός, ὁ, eigtl. der Bockssänger, d. i. der tragische Dichter und Sänger, welches ursprünglich eine und dieselbe Person war; vgl. über den Ursprung des Namens τραγῳδία. – Als die Dichter aufhörten, selbst mitzuspielen, verstand man unter τραγῳδός den tragischen Schauspieler, von dem man den Dichter durch τραγῳδοποιός unterschied, Ammon. p. 86; s. Plat. Rep. III, 395 a.
-
11 τραγ-ῳδιο-ποιός
τραγ-ῳδιο-ποιός, = τραγῳδοποιός, Ath. VIII, 344 c u. öfter, u. a. Sp.
-
12 τραγ-ῳδο-ποιητής
τραγ-ῳδο-ποιητής, ὁ, = τραγῳδοποιός, Suid.
-
13 τραγωδοποιοίς
-
14 τραγῳδοποιοῖς
-
15 τραγωδοποιού
-
16 τραγῳδοποιοῦ
-
17 τραγωδοποιοί
-
18 τραγῳδοποιοί
-
19 τραγωδοποιούς
-
20 τραγῳδοποιούς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τραγῳδοποιός — tragic poet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωδοποιός — ο / τραγῳδοποιός, ΝΑ, και ως επίθ. τραγῳδοποιός, όν, Α τραγικός ποιητής αρχ. (γενικά) συγγραφέας σοβαρής ποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + ποιός*] … Dictionary of Greek
τραγωιδοποιοῦ — τραγῳδοποιός tragic poet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωιδοποιῶν — τραγῳδοποιός tragic poet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωιδοποιόν — τραγῳδοποιός tragic poet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωιδοποιός — τραγῳδοποιός tragic poet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιοῖς — τραγῳδοποιός tragic poet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιοί — τραγῳδοποιός tragic poet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιοῦ — τραγῳδοποιός tragic poet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιούς — τραγῳδοποιός tragic poet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιῶν — τραγῳδοποιός tragic poet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)