-
1 τραγωδιοποιος
-
2 τραγωδιογράφος
τραγωδιοποιός ο автор трагедий, трагик
См. также в других словарях:
τραγωδιοποιός — όν, Α τραγωδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδία + ποιός*] … Dictionary of Greek
1 τραγωδιοποιος
2 τραγωδιογράφος
τραγωδιοποιός — όν, Α τραγωδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδία + ποιός*] … Dictionary of Greek