Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τραγοκτόνος

См. также в других словарях:

  • τραγόκτονος — ον, Α αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον αἷμα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κτονος (< κτείνω), πρβλ. χοιρό κτονος] …   Dictionary of Greek

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»