-
1 τραγικός
τραγικός, eigtl. bockig, bocksartig, vom Bocke; Plat. Crat. 408 c; κέρας, Plut. Pyrrh. 11; πώγων, Luc. Gall. 10. – Gew. tragisch, der Tragödie eigen, ihr angemessen; χοροί, Her. 5, 67; τραγικώτερος, Ar. Pax 136; σκηνή, Xen. Cyr. 6, 1, 54; ἀνὴρ τραγικός, ein Tragiker, Plat. Phaed. 115 a; γυμνὸς τῆς τραγικῆς σκευῆς, Rep. IX, 577 b; ὕλη, der Stoff der Tragödien, Pol. 2, 16, 14. – Dah. übertr., in stolzen, erhabenen Worten ausgedrückt, großartig, prachtvoll, auch tadelnd, überladen, schwülstig, vom Ausdruck, τραγικὴ γάρ ἐστιν ἡ ἀπόκρισις, Plat. Men. 76 e. – Von Gemüthszuständen, leidenschaftlich, – Adv. τραγικῶς, z. B. λέγειν, Plat. Rep. III, 413 b; οἰκεῖν, von einem prächtigen Palaste, Plut. Poplic. 10.
См. также в других словарях:
τραγικώς — τραγικῶς ΝΜΑ, και τραγικά Ν βλ. τραγικός … Dictionary of Greek
τραγικῶς — τραγικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… … Dictionary of Greek