-
1 ξυστόν
ξυστόν, τό (ξύω), 1) die geglättete hölzerne Stange des Wurfspießes, der Lanzenschaft, die Lanze selbst; οὔτησε ξυστῷ χαλκήρεϊ, Il. 4, 469. 11, 260, vgl. 15, 677, wo er 22 Ellen lang ist; νύσσοντες ξυστοῖσι μέσον σάκος, 11, 565; Eur. Hec. 920; τὸ ξυστὸν τῇσι λόγχῃσι ἐὸν ὁμοίως χρύσεον, Her. 1, 52; bei Xen. Cyr. 7, 1, 33 zwischen δόρατα und μάχαιραι genannt; VLL. erkl. ἀκόντιον, δορύλλιον. – 2) ein Werkzeug der Zimmerleute, wahrscheinlich zum Richten und Abgleichen zweier Oberflächen, Galen.; auch der Maurer, Schol. Ar. Av. 1149. – 3) bei E. M. auch = ξυστίς, χιτὼν γυναικεῖος, τραγικὸν ὑπένδυμα. – 4) = Folgdm, xystum der Römer.
-
2 νομάριον
νομάριον, τό, erkl. Hesych. σκεῦος τραγικόν.
-
3 ἐξ-όδιον
ἐξ-όδιον, τό, der Ausgang, Gramm.; bes. Ausgang eines Schauspiels, δράματος μεγάλου τραγικὸν ἐξόδιον Plut. Alex. 75, vgl. Pelop. 34; εἰς τοῦτό φασιν ἐξόδιον τὴν Κράσσου στρατηγίαν τελευτῆσαι Crass. 33. In LXX. das Auszugsfest.
-
4 ῥοίζημα
ῥοίζημα, τό, das Geräusch, Gesause, womit ein Körper sich bewegt, u. die Schnelligkeit, Heftigkeit, Gewalt der Bewegung, wie Ar. von Vögeln, ῥύμῃ τε καὶ πτεροῖσι καὶ ῥοιζήμασιν αἰϑὴρ δονεῖται, Av. 1182; vgl. Luc. musc. encom. 2;. στεροπᾶς, Iov. Trag. 1; auch übertr., τραγικόν, Agath. 10 (V, 222).
См. также в других словарях:
τραγικόν — τραγικός of masc acc sg τραγικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
TRAGOEDIA — imitatio est per actiones illustris Fortunae, exi ru infelici, oratione gravi metricâ, Caes. Scaliger. qui illam e Comoedia quidem ortam, prius tamen excultam esle docet. Nomen ei, secundum Diomedem l. 3. a τράγος, et ᾠδὴ, quoniam olim actoribus… … Hofmann J. Lexicon universale
νομάριον — (I) νομάριον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκεῡος τραγικόν». (II) νομάριον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού νομή 2. υποκορ. τού νόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος / νομή + υποκορ. κατάλ. άριον] … Dictionary of Greek
παρακαταλογή — ἡ, Α μουσ. παρεκτροπή από την απλή και φυσική αλληλουχία και ακολουθία, η αλλαγή τών τόνων, τού ρυθμού, το είδος τής μουσικής μεταξύ μέλους και απαγγελίας, αφηγηματικός τρόπος απαγγελίας τραγουδιού («διὰ τί ἡ παρακαταλογή ἐν ταῑς ᾠδαῑς τραγικόν;» … Dictionary of Greek
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek