-
1 τραγηματισμος
-
2 τραγηματισμός
τραγηματισμός, ὁ, das Essen von allerlei Naschwerk, Arist. bei Ath. XIV, 641 e.
-
3 τραγηματισμός
τραγηματισμόςeating of: masc nom sg -
4 τραγηματισμός
τραγηματισμός, ὁ, das Essen von allerlei Naschwerk -
5 τραγηματισμός
τραγ-ημᾰτισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγηματισμός
См. также в других словарях:
τραγηματισμός — eating of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματισμός — ὁ, Α [τραγηματίζω] το να τρώει κανείς τραγήματα … Dictionary of Greek