-
1 τραγηματιζω
-
2 τραγηματίζω
τραγηματίζωeat: pres subj act 1st sgτραγηματίζωeat: pres ind act 1st sg -
3 τραγηματίζω
τραγηματίζω, Arist. eth. 10, 5, u. gew. τραγηματίζομαι, Nachtisch, Naschwerk essen, naschen, Men. bei Ath. IV, 172 b.
-
4 τραγηματίζω
τραγηματίζω, Nachtisch, Naschwerk essen, naschen -
5 τραγηματίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγηματίζω
-
6 ἐπι-τραγηματίζω
ἐπι-τραγηματίζω, als Nachtisch aufsetzen, Sp.
-
7 τραγηματίζουσιν
τραγηματίζωeat: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)τραγηματίζωeat: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
8 τραγηματίζειν
τραγηματίζωeat: pres inf act (attic epic) -
9 τραγηματίζεσθαι
τραγηματίζωeat: pres inf mp -
10 τραγηματίζεται
τραγηματίζωeat: pres ind mp 3rd sg -
11 τραγηματίζοντες
τραγηματίζωeat: pres part act masc nom /voc pl -
12 ἐπιτραγηματίζω
См. также в других словарях:
τραγηματίζω — eat pres subj act 1st sg τραγηματίζω eat pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματίζω — Α [τράγημα, τραγήματος] τρώω τραγήματα … Dictionary of Greek
τραγηματίζουσιν — τραγηματίζω eat pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τραγηματίζω eat pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματίζειν — τραγηματίζω eat pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματίζεσθαι — τραγηματίζω eat pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματίζεται — τραγηματίζω eat pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματίζοντες — τραγηματίζω eat pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτραγηματίζω — ἐπιτραγηματίζω (Α) προσφέρω κατά το γεύμα ως επιδόρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραγηματίζω (< τράγημα «επιδόρπιο» < θ. τραγ (πρβλ. τραγ ανός τραγ είν, τρώγ ω)] … Dictionary of Greek
τραγηματισμός — ὁ, Α [τραγηματίζω] το να τρώει κανείς τραγήματα … Dictionary of Greek