-
1 τραγειν
-
2 τραγεῖν
-
3 τραγείν
τραγάωto be over-luxuriant: pres inf act (attic epic doric ionic)τρώγωgnaw: aor inf act (attic epic doric) -
4 τραγεῖν
τραγάωto be over-luxuriant: pres inf act (attic epic doric ionic)τρώγωgnaw: aor inf act (attic epic doric) -
5 τραγεῖν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγεῖν
-
6 κατα-τραγεῖν
κατα-τραγεῖν, aor. II. zu κατατρώγω.
-
7 ἀπο-τραγεῖν
ἀπο-τραγεῖν, aor. II. zu ἀποτρώγω. Davon
-
8 τραγασαῖος
τραγασαῖος, eigtl. adj. von der epirotischen Stadt Τραγασαί, aber bei Ar. Ach. 773 vom Schweine, ὡς τραγασαῖα φαίνεται, mit Anspielung auf τραγεῖν, u. 818 mit einer andern Anspielung auf τράγος.
-
9 τραγασαιος
31) [шутл. по созвучию с Τραγασαῖος «родом из города αἱ Τραγασαί» и τραγεῖν] прожорливый(χοιρίδιον Arph.)
2) [τράγος] пропахший козлом Arph. -
10 κριθοτράγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθοτράγος
-
11 συκοτράγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκοτράγος
-
12 τραγανός
τρᾰγᾰνός, ὁ,------------------------------------A eatable, Hdn.Gr.2.912, EM731.15.II gristly, cartilaginous, Ath.8.347e.2 Subst. τράγανον, τό, gristle, cartilage, esp. of the ear (cf. τράγος VI), Antyll. ap. Orib.7.7.2, Gal. 16.135; or of the nose, Hippiatr.26,130.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγανός
-
13 Τραγασαῖος
II in Ar.Ach. 808 of swine, ὡς τραγασαῖα φαίνεται, with a play on τραγεῖν; and ib. 853, πατρός Τραγασαίου, with a play onτράγος 1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τραγασαῖος
См. также в других словарях:
τραγεῖν — τραγάω to be over luxuriant pres inf act (attic epic doric ionic) τρώγω gnaw aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραγασαίος — αία, ον, Α [Τραγασαί] 1. αυτός που κατάγεται από την πόλη Τραγασαί 2. φρ. α) «ὡς Τραγασαῖα φαίνεται» κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο τού απρμφ. αορ. β τραγεῖν, τού ρ. τρώγω β) «πατρὸς Τραγασαίου» κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο… … Dictionary of Greek
τραγάλιον — τὸ, Μ το τρωγάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τρωγάλιον σχηματισμένος από το θ. τραγ τού ρ. τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγεῖν)] … Dictionary of Greek
τραγαλίζω — Α τρώω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος < θ. τραγ τού τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγεῖν) με υγρό ένθημα αλ (πρβλ. τρωγ άλ ιον)] … Dictionary of Greek
gras- : grō̆ s- — gras : grō̆ s English meaning: to gnaw, to devour Deutsche Übersetzung: “fressen, knabbern” Material: O.Ind. grásatē “gobbles (esp. from animals), devours” (*grasō), grüsa ḥ “ mouthful, morsel, bite of food “; Gk. γράω “ gnaw,… … Proto-Indo-European etymological dictionary