Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τραγεῖν

См. также в других словарях:

  • τραγεῖν — τραγάω to be over luxuriant pres inf act (attic epic doric ionic) τρώγω gnaw aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραγασαίος — αία, ον, Α [Τραγασαί] 1. αυτός που κατάγεται από την πόλη Τραγασαί 2. φρ. α) «ὡς Τραγασαῖα φαίνεται» κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο τού απρμφ. αορ. β τραγεῖν, τού ρ. τρώγω β) «πατρὸς Τραγασαίου» κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο… …   Dictionary of Greek

  • τραγάλιον — τὸ, Μ το τρωγάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τρωγάλιον σχηματισμένος από το θ. τραγ τού ρ. τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγεῖν)] …   Dictionary of Greek

  • τραγαλίζω — Α τρώω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος < θ. τραγ τού τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγεῖν) με υγρό ένθημα αλ (πρβλ. τρωγ άλ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • gras- : grō̆ s- —     gras : grō̆ s     English meaning: to gnaw, to devour     Deutsche Übersetzung: “fressen, knabbern”     Material: O.Ind. grásatē “gobbles (esp. from animals), devours” (*grasō), grüsa ḥ “ mouthful, morsel, bite of food “; Gk. γράω “ gnaw,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»