-
1 τραγιζω
См. также в других словарях:
τραγίζω — Α [τράγος] 1. είμαι τράγος 2. (για τη φωνή τών παιδιών) γίνομαι βραχνός, αγορίστικος, κατά την εφηβία … Dictionary of Greek
τραγιζόντων — τραγίζω break pres part act masc/neut gen pl τραγίζω break pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγίζον — τραγίζω break pres part act masc voc sg τραγίζω break pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγίζουσι — τραγίζω break pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τραγίζω break pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγίζειν — τραγίζω break pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγισμός — ο, Ν [τραγίζω] η μεταβολή τής φωνής τ;vν εφήβων σε τραχύτερη και βαθύτερη … Dictionary of Greek
υπερτραγίζω — Α έχω έντονη μυρωδιά τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τραγίζω (< τράγος)] … Dictionary of Greek