-
1 τρί-μηνος
τρί-μηνος, dreimonatlich, von drei Monaten, χρόνος Soph. Trach. 163; drei Monat alt, ἡ τρίμηνος, Zeit von drei Monaten, Her. 2, 124; Pol. 12, 12, 1 u. öfter; πυρὸς τρ., Sommerweizen, der im Frühjahr gesäet u. in drei Monaten reif wird.
-
2 πεντηκοντα-και-τρι-ετής
πεντηκοντα-και-τρι-ετής, ές, dreiundfunfzigjährig, χρόνος, Pol. 3, 4, 2.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντηκοντα-και-τρι-ετής
-
3 τρίχρονος
τρί-χρονος, ον,1 in Prosody, of three short syllables, or (as an equivalent) of one short and one long, Heph.3.1, A.D.Synt.133.27: metaph. of rhythm of pulse, Ruf.Syn. Puls.4.4.2 Medic., passing through three stages, Sor.1.46.3 Gramm., in three tenses, Herophil. ap. Gal.17(2).480.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίχρονος
-
4 πεντηκοντακαιτριετης
-
5 τριετης
-
6 τριετης...
-
7 εἶμι
1εἶσιν, εἶσ; [ἴθι O. 14.21
], ἴτω, ἴτε, ἰόντων; ἰών, ἰόντι, ἰόντες; ἴμεν.) go, come (but in the indicative, probably a future sense is required, cf. ἔπειμι.)a of living things.Οὔλυμπόνδ' ἰὼν O. 3.36
μετὰ στέφανον ἰών O. 4.23
ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν O. 6.38
“ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” O. 6.63 ἀβάπτιστος εἶμι φέλλος ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας (Schnitzer: εἰμί codd.) P. 2.80τάχα δεὐθὺς ἰὼν P. 4.83
μοι ὑπάντασεν ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59
ναυσὶ δοὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν P. 10.29
Κάδμου κόραι, ἴτε πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.3
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (v. ἀμφότερος) N. 7.94τις Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.3
μοι ἰόντι τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν[ Pae. 7.12
τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες[ Πα. 7B. 12. ῥίμφα δ' εἶσιν Ἄρτεμις Δ. 2. 1. ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες (i. e. being born) Πα. 12. 1. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν fr. 169. 46. c. cogn. acc.,ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
b of inanimate things. τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν ( Χρόνος) O. 10.55 “ ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” P. 4.163 “ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41 met.: τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος i. e. proceed, pursue its course P. 8.33
См. также в других словарях:
πεντάχρονος — η, ο / πεντάχρονος, ον, ΝΑ (για μουσικό ρυθμό ή ποιητικό μέτρο) αυτός που συνίσταται σε πέντε πρώτους χρόνους, ο πεντάσημος νεοελλ. 1. αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία πέντε χρόνων, πενταετής (α. «πεντάχρονο παιδί» β. «πεντάχρονη συμφωνία») 2.… … Dictionary of Greek
τετράχρονος — η, ο / τετράχρονος, ον, ΝΑ (μετρ.) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χρόνους («τετράχρονος πους») νεοελλ. 1. ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, τετραετής («τετράχρονο παιδί») 2. αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια (α. «τετράχρονο πρόγραμμα» β. «τετράχρονη… … Dictionary of Greek
τρίχρονος — η, ο / τρίχρονος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τρεις χρόνους 2. μουσ. αυτός που αποτελείται από τριών ειδών χρόνο ή ρυθμό 3. (στην αρχ. μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις βραχείες συλλαβές ή από μία βραχεία και μία μακρά, ο τρίσημος νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
χιλιόχρονος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία χιλίων ετών 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ευχή) χιλιόχρονος και χιλιόχρονη! να ζήσεις πολλά χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + χρόνος (πρβλ. τρί χρονος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
πολυετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.) νεοελλ. φρ. α) «πολυετές φυτό» βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια β) «ποώδη πολυετή φυτά» φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη… … Dictionary of Greek