-
1 τρίτομος
A thrice-cut, IG12.314.108: τρίτομον, τό, a kind of tunny, Xenocr. ap. Orib.2.58.139, Plin.HN32.151; = tricodatum, Gloss.; also an object of value, used as a bribe (exact sense uncertain), UPZ62.12 (ii B. C., cf. Wilcken ad loc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίτομος
См. также в других словарях:
τρίτομος — η, ο / τρίτομος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από τρεις τόμους («τρίτομο λεξικό») 2. το θηλ. ως ουσ. η τρίτομος βοτ. άλλη ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων φυτών κνιφορία 1| αρχ. 1. κομμένος στα τρία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίτομον α)… … Dictionary of Greek