-
1 τρί-σκαλμος
τρί-σκαλμος, dreiruderig, mit drei Ruderbänken; νᾶες, Aesch. Pers. 665. 1031; πλοῖον, Plut. Aem. Paull. 6.
-
2 τρίσκαλμος
τρί-σκαλμος, dreiruderig, mit drei Ruderbänken
См. также в других словарях:
τρίσκαλμος — ον, Α (για πλοίο) αυτό που έχει τρεις σκαλμούς, τρεις σειρές κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σκαλμός «πάσσαλος στον οποίο προσαρμόζεται το κουπί της βάρκας» (πρβλ. πεντά σκαλμος)] … Dictionary of Greek