См. также в других словарях:
τρίπεδος — ον, Α αυτός που έχει μήκος τριών ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πεδος (< πέζα* < *πεδ ja, δωρ. τ. τής λ. πους), πρβλ. ὀκτάπεδος] … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek