-
1 τρί-παλτος
τρί-παλτος, dreifach, dreimal geschwungen, d. i. mit großer Gewalt geschwungen, Aesch. πήματα, sehr heftig, Spt. 972.
-
2 τρίπαλτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίπαλτος
-
3 τρίπαλτος
τρί-παλτος, dreifach, dreimal geschwungen, = mit großer Gewalt geschwungen; πήματα, sehr heftig -
4 τριπαλτος
См. также в других словарях:
τρίπαλτος — ον, Α αυτός τον οποίο έχουν ανασείσει τρεις φορές, σφοδρότατος («τριπάλτων πημάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + παλτός (< πάλλω)] … Dictionary of Greek