-
1 τρίπαις
A having three children, Plu.Num.10; τιμὰς διώκει τρίπαιδας, = Lat. jus trium liberorum ( τριπαιδίας cj. Doehner), Id.2.493e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίπαις
См. также в других словарях:
τρίπαις — αιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τρία παιδιά («τἆλλα πράττειν ἄνευ προστάτου διαγούσας, ὥσπερ αἱ τρίπαιδες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + παῖς, παιδός (πρβλ. δί παις)] … Dictionary of Greek