-
1 τρί-μορφος
τρί-μορφος, dreigestaltig, Aesch. Prom. 516, Μοῖραι.
-
2 τρίμορφος
τρί-μορφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίμορφος
-
3 τρίμορφος
-
4 τριμορφος
См. также в других словарях:
τρίμορφος — η, ο / τρίμορφος, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές μορφές αρχ. στον πληθ. οἱ, αἱ τρίμορφοι και τὰ τρίμορφα τρεις, τρία («Μοῑραι τρίμορφοι», Αισχύλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πεντά μορφος] … Dictionary of Greek