Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τρί-κορυς

См. также в других словарях:

  • χαλκοκορυστής — ὁ, Α οπλισμένος με χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κόρυς «περικεφαλαία» + κατάλ. της* (πρβλ. ἱππο κορυσ τής). Ο σχηματισμός τού τ. με κατάλ. της αντί τού αναμενόμενου *χαλκό κορυς (πρβλ. τρί κορυς) για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • ορθόκορυς — ὀρθόκορυς, υθος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ορθή περικεφαλαία («ὁ ὀρθόν πῑλον ἔχων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κόρυς, υθος «περικεφαλαία» (πρβλ. τρί κορυς)] …   Dictionary of Greek

  • τρίκορυς — όρυθος, ὁ, Α αυτός που έχει περικεφαλαία με τρία λοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρυς «περικεφαλαία, κεφάλι» (πρβλ. ὀρθό κορυς)] …   Dictionary of Greek

  • ευκόρυθος — εὐκόρυθος, ον (Α) αυτός που φέρει ωραία περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόρυθος (< κόρυς, θος), πρβλ. ιππο κόρυθος, τρι κόρυθος] …   Dictionary of Greek

  • ιπποκόρυθος — ἱπποκόρυθος, ον (Α) ιπποκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κόρυθος (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. ευ κόρυθος, τρι κόρυθος] …   Dictionary of Greek

  • τρικόρυθος — Δήμος της αρχαίας Αττικής, που ανήκε αρχικά στην Αιαντίδα και από το 146 μ.Χ. στην Αδριανίδα φυλή. Αποτελούσε μαζί με άλλες πόλεις την αττική Τετράπολη, και βρισκόταν A της Οινόης και BA του Μαραθώνα. Λεγόταν και Τρικόρυνθος. * * * ον, Α… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»