-
1 τρί-ζυξ
-
2 τρίζυξ
См. также в других словарях:
τρίζυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τρίζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. δί ζυξ] … Dictionary of Greek
1 τρί-ζυξ
2 τρίζυξ
τρίζυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τρίζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. δί ζυξ] … Dictionary of Greek