-
1 τρί-ζυγος
τρί-ζυγος, = τρίζυξ, ϑεαί Eur. Hel. 362.
-
2 τριζυγος
См. также в других словарях:
τετράζυγος — ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερεις ζυγούς ή τέσσερα υποζύγια («τετραζύγων ὄχων», Ευρ.) 2. τετραπλός («ὀμφὴ τετράζυγος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ζυγος (< ζυγός), πρβλ. τρί ζυγος] … Dictionary of Greek
τρίζυγος — ον, Α 1. αυτός που έχει συζευχθεί με άλλους δύο 2. τριπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ζυγόν / ζυγός (πρβλ. ἑκατό ζυγος)] … Dictionary of Greek
τριζυγής — ές, Α τρίζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ζυγής (< ζυγός), πρβλ. τετρα ζυγής] … Dictionary of Greek