Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τρί-ζυγος

См. также в других словарях:

  • τετράζυγος — ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερεις ζυγούς ή τέσσερα υποζύγια («τετραζύγων ὄχων», Ευρ.) 2. τετραπλός («ὀμφὴ τετράζυγος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ζυγος (< ζυγός), πρβλ. τρί ζυγος] …   Dictionary of Greek

  • τρίζυγος — ον, Α 1. αυτός που έχει συζευχθεί με άλλους δύο 2. τριπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ζυγόν / ζυγός (πρβλ. ἑκατό ζυγος)] …   Dictionary of Greek

  • τριζυγής — ές, Α τρίζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ζυγής (< ζυγός), πρβλ. τετρα ζυγής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»