-
1 τρί-γναθος
τρί-γναθος, mit drei Kinnbacken, Rachen (?).
-
2 τρίγναθος
τρί-γναθος, mit drei Kinnbacken, Rachen
См. также в других словарях:
τρίγναθος — ον, Α αυτός που έχει τρεις γνάθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γνάθος] … Dictionary of Greek
1 τρί-γναθος
τρί-γναθος, mit drei Kinnbacken, Rachen (?).
2 τρίγναθος
τρίγναθος — ον, Α αυτός που έχει τρεις γνάθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γνάθος] … Dictionary of Greek