Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρί-γαμος

См. также в других словарях:

  • τρίγαμος — η, ο / τρίγαμος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει συνάψει τρίτο γάμο μετά από τη διάλυση τών δύο προηγούμενων 2. αυτός που έχει παντρευθεί τρεις συζύγους συγχρόνως μσν. αρχ. αυτός που έχει νυμφευθεί τρεις φορές («ὅσον παρθενικὴ προφέρει… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»