-
1 τρίψεσι
τρί̱ψεσι, τρῖψιςrubbing: fem dat pl -
2 μεταχειριστέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταχειριστέος
См. также в других словарях:
τρίψεσι — τρί̱ψεσι , τρῖψις rubbing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίψις — ίψεως, ἡ, Α [τρίβω] 1. η ενέργεια τού τρίβω, τριβή, τρίψιμο («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», Πλάτ.) 2. μάλαξη («τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ περιττός, ὥστε και τρίψεσι... χρῆσθαι», Πλούτ.) 3. η αντίσταση την οποία παρέχει … Dictionary of Greek