-
1 poil
τρίχα -
2 chlup
τρίχα -
3 srst
τρίχα -
4 włos
τρίχα -
5 kıl
τρίχα, τρίχινος -
6 волосок
волос||окм1. уменьш. ἡ κλωστή, ἡ τρίχα, ἡ τριχίτσα / τό ἐλατήριον ὠρολογίου, ἡ τρίχα τοῦ ρολογιοῦ (в часах)/ πυρακτοὐμενο νήμα (в электрической лампочке)·2. бот. τό χνοῦδι, ὁ χνοῦς, οἱ τρίχες φυτών· ◊ на \волосокке от чего́-л. παρά τρίχα, ἀπό τρίχα, παρά τρίχα νά...· висеть на \волосокκέ κρέμομαι ἀπό μιά τρίχα, κρέμομαι ἀπό μιά κλωστή. -
7 волосок
-ска α.1. τριχίτσα.2. τριχίτσες ρίζας•корневые -и νηματοειδείς ρίζες.
3. σύρμα, ελατήριο λεπτό, νηματοειδές•волосок в электрической лампочке το νήμα της ηλεκτρικής λάμπας.
εκφρ.на волосок ή на -е – σε (απο) μια τρίχα (στο χείλος της καταστροφής, του θανάτου)•висеть ή держаться на -е – κρέμομαι, κρατιέμαι από μια τρίχα (βρίσκομαι σε πάρα πολύ επικίνδυνη κατάσταση)•не тронуть -а – δε θίγω ούτε μια τρίχα (δε βλάπτω καθόλου). -
8 волос
волосм ἡ τρίχα, τό μαλλί:вьющиеся \волосы τά σγουρά (или τά κατσαρά) μαλλιά· конский \волос ἡ ἀλογότριχα· ◊ краснеть до корией волос γίνομαι κατακόκκινος· \волосы становятся ды́бом σηκώνεται ἡ τρίχα μου· рвать на себе \волосы τραβώ (или ξεριζώνω) τά μαλλιά μου· ни на волос разг ὁὔτε τόσο δα. -
9 висеть
вишу, висишь, ρ.δ.1. κρέμομαι, εξαρτιέμαι•лампа висит η λάμπα κρέμεται.
|| είμαι ευρύχωρος•пиджак на тебе висит το σακκάκι σου είναι ευρύχωρο (σα να κρέμεται).
2. κολλώ, επικολλώ, αναρτώ•на двери висит объявление στην πόρτα είναι κολλημένη (αναρτιμένη) ανακοίνωση.
3. επικρέμαμαι•дамоклов меч -ел над его головой ή δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του.
|| επίκειται, επέρχεται, πλησιάζει•беда висит над его головой δυστυχία (κακό) θά πέσει ατό σπίτι του.
εκφρ.висеть в воздухе – (απλ.) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι•висеть на волоске ή на ниточке – κρέμομαι άπο μια τρίχα•мир висит на волоске – η ειρήνη κρέμεται από μια τρίχα. -
10 волос
-а πλθ. волосы, κ. απλ. волоса, волос, -ам α.τρίχα. || πλθ. -сы μαλλιά, κόμη•схватить за -сы πιάνω•
ало τα μαλλιά•
он совсем без -ос αυτός είναι τελείως φαλακρός•
седые -ы γκρίζια μαλλιά.
εκφρ.до седых -ос – ώσπου ν’ ασπρίσω (να γεράσω)•ни на волос – ούτε μια τρίχα (καθόλου)•рвать ή драть на себе -ы – τραβώ τα μαλλιά μου (απελπίζομαι). -
11 волос
η τρίχα, το μαλλίРусско-греческий словарь научных и технических терминов > волос
-
12 ус
1. тех. η μπανέλα 2. (животного) η τρίχαкитовый - η μπαλαίνα, η μπανέλα3. (насекомого) η κεραία 4. (растения) το ακροβλάσταρο, η «ψαλίδα».Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ус
-
13 висеть
вис||етьнесов1. κρέμομαι, κρεμιέμαι, ἀναρτιέμαι/ εἶμαι ἀνηρτημένος (быть подвешенным) / εἶμαι τοιχοκολλημένος (быть вывешенным \висеть об афише и т. п.):волосы \висетьят τά μαλλιά κρέμονται·2. (нависать) ὑψώνομαι, ἐπικρέμομαι:скала \висетьит иад морем ὁ βράχος ὑψώνεται πάνω ἀπ' τή θάλασσα· ◊ \висеть на волоске κρέμομαι ἀπό μιά τρίχα· \висеть в воздухе εἶναι ἀβέβαιο (или ἀόριστο)· одежда \висетьи́т на нем τά ροῦχα πλέουν ἀπάνω του· \висеть на телефоне разг δέν ξεκολλάει ἀπό τό τηλέφωνο. -
14 волосяной
волосянойприл τριχωτός:\волосяной матра́ц στρῶμα ἀπό τρίχα· \волосяной покров τό τρίχωμα, τό τριχωτό. -
15 ворс
ворсм ἡ τρίχα, τό χνούδι:по \ворсу κατά τή διεύθυνση των τριχών против \ворса ἀντίθετα προς τήν κλίση τών τριχών κόντρα. -
16 длиниошерстный
длинио||шерстныйприл μέ μακριά τρίχα. -
17 лохматиться
лохмат||итьсяἀναμαλλιάζομαι (о волосах)/ σηκώνεται ἡ τρίχα (о тканях). -
18 муха
му́х||аж ἡ μύγα, ἡ μυϊα· ◊ делать из \мухан слона κάνω τή[ν] τρίχα τριχιά, τά παραφουσκώνω· какая \муха его укусила разг κάποια μύγα τόν τσίμπησε· он и \мухаи не обидит δέν πειράζει ὁβτε μυρμήγκι· быть под \мухаой разг, шутл. τά ἔχω κοπανίσει, εἶμαι πιωμένος· \мухаи мрут (от скуки) ὡς κἰοί μῦγες πεθαίνουν ἀπό πλήξη. -
19 ниточка
ни́точ||каж уменыи. τό λεπτό νήμα, ἡ κλωστίτσα· ◊ висеть на \ниточкаке κρέμομαι ἀπό μιά τρίχα· ходить по \ниточкаке εἶμαι σάν ἀρνάκι, εἶμαι ὑπάκουος· разобрать по \ниточкаке ἐξετάζω κάτι λεπτομερώς, ψΐλοκο-σκινίζω. -
20 слон
слонм1. ἀ ἐλέφαντας [-ας]·2. шахм. ὁ ἀξιωματικός, ὁ τρελός (στό σκάκι)· ◊ делать из му́хи \слонΑ разг τά παραφουσκώνω, κάνω τήν τρίχα τριχιά, κάνω τό τοσουλάκι τόσο.
См. также в других словарях:
τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… … Dictionary of Greek
τρίχα — η 1. το κεράτινο νημάτιο που φυτρώνει στο δέρμα ζώων και ανθρώπων: Η τρίχα του κεφαλιού του είναι πυκνή. – Η τρίχα της αλεπούς είναι μαλακή. 2. πληθ., τρίχες, οι ανοησίες, σαχλαμάρες, φρέσκος αέρας: Όσα είπες είναι τρίχες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίχα — θρίξ hair fem acc sg τρίχα in three parts indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχά — τριχάς the song thrush fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁ λύκος τὴν τρίχα, οὐ τὴν γνώμην ἀλάττει. — См. Волк и каждый год линяет, а все сер бывает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τρίχαλον — τρίχᾱλον , τρίχαλος cloven in three masc/fem acc sg τρίχᾱλον , τρίχαλος cloven in three neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχάικας — τριχά̱ϊ̱κας , τριχάικες the threefold people masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχάικες — τριχά̱ϊ̱κες , τριχάικες the threefold people masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλότριχα — η, Ν 1. τρίχα σκύλου 2. κάθε τρίχα που μοιάζει με τρίχα σκύλου … Dictionary of Greek
τριχάϊκες — οἱ, Α (ως προσωνυμία τών Δωριέων οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές, στους Ὑλλῆς, τους Δυμᾱνες και τους Παμφύλους) οι διηρημένοι στα τρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τριχάϊκες (< *τριχα Fικ… … Dictionary of Greek
ίονθος — ἴονθος, ὁ (Α) 1. ρίζα τρίχας, νέα τρίχα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν τριχῶν» 3. (κατά τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ τοῡ προσώπου ἅμα τῇ τριχῶν ἐκφύσει τῶν πρώτων γινομένη οἴδησις» εξάνθημα στο πρόσωπο, το οποίο συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού … Dictionary of Greek