Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τρίχα

  • 1 poil

    τρίχα

    Dictionnaire Français-Grec > poil

  • 2 chlup

    τρίχα

    Česká-řecký slovník > chlup

  • 3 srst

    τρίχα

    Česká-řecký slovník > srst

  • 4 włos

    τρίχα

    Słownik polsko-grecki > włos

  • 5 kıl

    τρίχα, τρίχινος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kıl

  • 6 волосок

    волос||ок
    м
    1. уменьш. ἡ κλωστή, ἡ τρίχα, ἡ τριχίτσα / τό ἐλατήριον ὠρολογίου, ἡ τρίχα τοῦ ρολογιοῦ (в часах)/ πυρακτοὐμενο νήμα (в электрической лампочке)·
    2. бот. τό χνοῦδι, ὁ χνοῦς, οἱ τρίχες φυτών· ◊ на \волосокке от чего́-л. παρά τρίχα, ἀπό τρίχα, παρά τρίχα νά...· висеть на \волосокκέ κρέμομαι ἀπό μιά τρίχα, κρέμομαι ἀπό μιά κλωστή.

    Русско-новогреческий словарь > волосок

  • 7 волосок

    -ска α.
    1. τριχίτσα.
    2. τριχίτσες ρίζας•

    корневые -и νηματοειδείς ρίζες.

    3. σύρμα, ελατήριο λεπτό, νηματοειδές•

    волосок в электрической лампочке το νήμα της ηλεκτρικής λάμπας.

    εκφρ.
    на волосок ή на -е – σε (απο) μια τρίχα (στο χείλος της καταστροφής, του θανάτου)•
    висеть ή держаться на -е – κρέμομαι, κρατιέμαι από μια τρίχα (βρίσκομαι σε πάρα πολύ επικίνδυνη κατάσταση)•
    не тронуть -а – δε θίγω ούτε μια τρίχα (δε βλάπτω καθόλου).

    Большой русско-греческий словарь > волосок

  • 8 волос

    волос
    м ἡ τρίχα, τό μαλλί:
    вьющиеся \волосы τά σγουρά (или τά κατσαρά) μαλλιά· конский \волос ἡ ἀλογότριχα· ◊ краснеть до корией волос γίνομαι κατακόκκινος· \волосы становятся ды́бом σηκώνεται ἡ τρίχα μου· рвать на себе \волосы τραβώ (или ξεριζώνω) τά μαλλιά μου· ни на волос разг ὁὔτε τόσο δα.

    Русско-новогреческий словарь > волос

  • 9 висеть

    вишу, висишь, ρ.δ.
    1. κρέμομαι, εξαρτιέμαι•

    лампа висит η λάμπα κρέμεται.

    || είμαι ευρύχωρος•

    пиджак на тебе висит το σακκάκι σου είναι ευρύχωρο (σα να κρέμεται).

    2. κολλώ, επικολλώ, αναρτώ•

    на двери висит объявление στην πόρτα είναι κολλημένη (αναρτιμένη) ανακοίνωση.

    3. επικρέμαμαι•

    дамоклов меч -ел над его головой ή δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του.

    || επίκειται, επέρχεται, πλησιάζει•

    беда висит над его головой δυστυχία (κακό) θά πέσει ατό σπίτι του.

    εκφρ.
    висеть в воздухе – (απλ.) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι•
    висеть на волоске ή на ниточке – κρέμομαι άπο μια τρίχα•
    мир висит на волоске – η ειρήνη κρέμεται από μια τρίχα.

    Большой русско-греческий словарь > висеть

  • 10 волос

    πλθ. волосы, κ. απλ. волоса, волос, -ам α.
    τρίχα. || πλθ. -сы μαλλιά, κόμη•

    схватить за -сы πιάνω•

    ало τα μαλλιά•

    он совсем без -ос αυτός είναι τελείως φαλακρός•

    седые -ы γκρίζια μαλλιά.

    εκφρ.
    до седых -ос – ώσπου ν’ ασπρίσω (να γεράσω)•
    ни на волос – ούτε μια τρίχα (καθόλου)•
    рвать ή драть на себе -ы – τραβώ τα μαλλιά μου (απελπίζομαι).

    Большой русско-греческий словарь > волос

  • 11 волос

    η τρίχα, το μαλλί

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волос

  • 12 ус

    1. тех. η μπανέλα 2. (животного) η τρίχα
    китовый - η μπαλαίνα, η μπανέλα
    3. (насекомого) η κεραία 4. (растения) το ακροβλάσταρο, η «ψαλίδα».

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ус

  • 13 висеть

    вис||еть
    несов
    1. κρέμομαι, κρεμιέμαι, ἀναρτιέμαι/ εἶμαι ἀνηρτημένος (быть подвешенным) / εἶμαι τοιχοκολλημένος (быть вывешенным \висеть об афише и т. п.):
    волосы \висетьят τά μαλλιά κρέμονται·
    2. (нависать) ὑψώνομαι, ἐπικρέμομαι:
    скала \висетьит иад морем ὁ βράχος ὑψώνεται πάνω ἀπ' τή θάλασσα· ◊ \висеть на волоске κρέμομαι ἀπό μιά τρίχα· \висеть в воздухе εἶναι ἀβέβαιο (или ἀόριστο)· одежда \висетьи́т на нем τά ροῦχα πλέουν ἀπάνω του· \висеть на телефоне разг δέν ξεκολλάει ἀπό τό τηλέφωνο.

    Русско-новогреческий словарь > висеть

  • 14 волосяной

    волосяной
    прил τριχωτός:
    \волосяной матра́ц στρῶμα ἀπό τρίχα· \волосяной покров τό τρίχωμα, τό τριχωτό.

    Русско-новогреческий словарь > волосяной

  • 15 ворс

    ворс
    м ἡ τρίχα, τό χνούδι:
    по \ворсу κατά τή διεύθυνση των τριχών против \ворса ἀντίθετα προς τήν κλίση τών τριχών κόντρα.

    Русско-новогреческий словарь > ворс

  • 16 длиниошерстный

    длинио||шерстный
    прил μέ μακριά τρίχα.

    Русско-новогреческий словарь > длиниошерстный

  • 17 лохматиться

    лохмат||иться
    ἀναμαλλιάζομαι (о волосах)/ σηκώνεται ἡ τρίχα (о тканях).

    Русско-новогреческий словарь > лохматиться

  • 18 муха

    му́х||а
    ж ἡ μύγα, ἡ μυϊα· ◊ делать из \мухан слона κάνω τή[ν] τρίχα τριχιά, τά παραφουσκώνω· какая \муха его укусила разг κάποια μύγα τόν τσίμπησε· он и \мухаи не обидит δέν πειράζει ὁβτε μυρμήγκι· быть под \мухаой разг, шутл. τά ἔχω κοπανίσει, εἶμαι πιωμένος· \мухаи мрут (от скуки) ὡς κἰοί μῦγες πεθαίνουν ἀπό πλήξη.

    Русско-новогреческий словарь > муха

  • 19 ниточка

    ни́точ||ка
    ж уменыи. τό λεπτό νήμα, ἡ κλωστίτσα· ◊ висеть на \ниточкаке κρέμομαι ἀπό μιά τρίχα· ходить по \ниточкаке εἶμαι σάν ἀρνάκι, εἶμαι ὑπάκουος· разобрать по \ниточкаке ἐξετάζω κάτι λεπτομερώς, ψΐλοκο-σκινίζω.

    Русско-новогреческий словарь > ниточка

  • 20 слон

    слон
    м
    1. ἀ ἐλέφαντας [-ας]·
    2. шахм. ὁ ἀξιωματικός, ὁ τρελός (στό σκάκι)· ◊ делать из му́хи \слонΑ разг τά παραφουσκώνω, κάνω τήν τρίχα τριχιά, κάνω τό τοσουλάκι τόσο.

    Русско-новогреческий словарь > слон

См. также в других словарях:

  • τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… …   Dictionary of Greek

  • τρίχα — η 1. το κεράτινο νημάτιο που φυτρώνει στο δέρμα ζώων και ανθρώπων: Η τρίχα του κεφαλιού του είναι πυκνή. – Η τρίχα της αλεπούς είναι μαλακή. 2. πληθ., τρίχες, οι ανοησίες, σαχλαμάρες, φρέσκος αέρας: Όσα είπες είναι τρίχες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίχα — θρίξ hair fem acc sg τρίχα in three parts indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχά — τριχάς the song thrush fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁ λύκος τὴν τρίχα, οὐ τὴν γνώμην ἀλάττει. — См. Волк и каждый год линяет, а все сер бывает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τρίχαλον — τρίχᾱλον , τρίχαλος cloven in three masc/fem acc sg τρίχᾱλον , τρίχαλος cloven in three neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχάικας — τριχά̱ϊ̱κας , τριχάικες the threefold people masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχάικες — τριχά̱ϊ̱κες , τριχάικες the threefold people masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλότριχα — η, Ν 1. τρίχα σκύλου 2. κάθε τρίχα που μοιάζει με τρίχα σκύλου …   Dictionary of Greek

  • τριχάϊκες — οἱ, Α (ως προσωνυμία τών Δωριέων οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές, στους Ὑλλῆς, τους Δυμᾱνες και τους Παμφύλους) οι διηρημένοι στα τρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τριχάϊκες (< *τριχα Fικ… …   Dictionary of Greek

  • ίονθος — ἴονθος, ὁ (Α) 1. ρίζα τρίχας, νέα τρίχα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν τριχῶν» 3. (κατά τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ τοῡ προσώπου ἅμα τῇ τριχῶν ἐκφύσει τῶν πρώτων γινομένη οἴδησις» εξάνθημα στο πρόσωπο, το οποίο συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»