-
1 τριτη
(ῐ) ἥ1) (sc. ἡμέρα) третий день Xen.εἰς τρίτην Eur. — на третий день
3) (sc. πληγή) третий, т.е. последний ударτρίτην ἐπενδοῦναί τινι Aesch. — нанести кому-л. окончательный удар
-
2 Τρίτη
η вторник;§ τον πήγε Τρίτη και Τετράδη — у него сердце в пятки ушло или он испугался до смерти
-
3 τρίτη
τρίτοςthird: fem nom /voc sg (attic epic ionic)τριτάωwhen three days old: pres imperat act 2nd sg (doric)τριτάωwhen three days old: pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)τριτάωwhen three days old: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————τρίτοςthird: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 τρίτῃ
Βλ. λ. τρίτη -
5 τρίτη
третийтретье τρίτῃΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τρίτη
-
6 τρίτῃ
[в] третий[на] третий третий третей [на] третий [день] τρίτηΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τρίτῃ
-
7 τρίτη
η1) муз. терция; 2) карт, третья карта подряд одной масти -
8 Τρίτη
[трити] ουσ. Θ. Вторник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Τρίτη
-
9 Τρίτη
[трити]ουσ θ Вторник. -
10 τριτη-μόριος
τριτη-μόριος, 3 Endg., den dritten Theil haltend, ausmachend; τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης, Her. 1, 192.
-
11 τριτη-μόριον
τριτη-μόριον, τό, neutr. zum Folgdn, der dritte Theil, das Drittheil; Her. 9, 34 Thuc. 2, 98 Plat. Phaed. 105 b. – Eine Münze, sechs χαλκοῦς werth.
-
12 τριτη-μορίς
τριτη-μορίς, ίδος, ἡ, der dritte Theil, Her. 1, 211. 212. 7, 121. 131.
-
13 τριτη-μορίζω
τριτη-μορίζω, in drei Theile theilen, Gloss.
-
14 τριτη-μοίριος
τριτη-μοίριος, l. d. statt τριτημόριος.
-
15 τριτή-μορον
τριτή-μορον, τό, = τριτημόριον, Philem. bei Poll. 10, 65.
-
16 salı
Τρίτη -
17 τρίτηι
τρίτῃ, τρίτοςthird: fem dat sg (attic epic ionic) -
18 τριτημορίζω
-
19 τριτημόριον
τριτη-μόριον, τό, der dritte Teil, das Dritteil; eine Münze, sechs χαλκοῦς wert -
20 τριτημόριος
τριτη-μόριος, den dritten Teil haltend, ausmachend
См. также в других словарях:
τρίτη — η 1.ως κύρ. όν., Τρίτη η ημέρα της εβδομάδας μετά τη Δευτέρα και πριν από την Τετάρτη. 2. (στα μαθ.) η τρίτη δύναμη, ο κύβος: 43. 3. η τρίτη βαθμίδα της διατονικής κλίμακας, τέρτσα. 4. τρία τραπουλόχαρτα του ίδιου χρώματος σε καθοδική διαδοχή:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίτη — η, Ν βλ. τρίτος … Dictionary of Greek
τρίτη — τρίτος third fem nom/voc sg (attic epic ionic) τριτάω when three days old pres imperat act 2nd sg (doric) τριτάω when three days old pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τριτάω when three days old imperf ind act 3rd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίτῃ — τρίτος third fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτική — Τρίτη πτώση των κλιτών μερών της ελληνικής γλώσσας. Η ετυμολογία της προέρχεται από την κυριότερη, κατά τους αρχαίους γραμματικούς, συντακτική χρήση της, εκείνη που δηλώνει το αντικείμενο προς το οποίο δίνεται κάτι. Για τον ίδιο λόγο από… … Dictionary of Greek
τρίτηι — τρίτῃ , τρίτος third fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek