-
1 τριπωλος
-
2 τρίπωλος
τρί-πωλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίπωλος
-
3 τρίπωλος
-
4 τρίπωλον
τρίπωλοςof: masc /fem acc sgτρίπωλοςof: neut nom /voc /acc sg -
5 τρίπωλα
τρίπωλοςof: neut nom /voc /acc pl -
6 τριολύμπιος
τρῐ-ολύμπιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριολύμπιος
См. также в других словарях:
τρίπωλος — ον, Α (για άρμα ή άλλο όχημα) αυτός που σύρεται από τρία άλογα («ἅρματα τρίπωλα», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πῶλος (πρβλ. ἑξά πωλος)] … Dictionary of Greek
τρίπωλον — τρίπωλος of masc/fem acc sg τρίπωλος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπωλα — τρίπωλος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)