-
1 ἀμευσί-ποροι
ἀμευσί-ποροι τρίοδοι, Pind. P. 11, 38, wo sich die Wege kreuzen ( Eusth. καϑ' ἣν ἀμείβεται πορεία).
См. также в других словарях:
τρίοδοι — τρίοδος a meeting of three roads fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… … Dictionary of Greek