-
1 τρέπομαι
τρέπωStudien zum griech. Perf.pres ind mp 1st sg -
2 προτρέπομαι
προ-τρέπομαι ( τρέπω), ipf. προτρέποντο, aor. 2 subj. προτράπηται, opt. - οίμην, inf. - έσθαι: turn (in flight) to, fig., give oneself to, ἄχεϊ, Il. 6.336.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προτρέπομαι
См. также в других словарях:
τρέπομαι — τρέπω Studien zum griech. Perf. pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek
τρέπω — έτρεψα, τράπηκα, τραμμένος 1. κάνω κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση: Έτρεψε την πορεία του δυτικότερα. 2. μετατρέπω, αλλάζω: Τρέπω τον ακέραιο σε κλάσμα. 3. το μέσ., τρέπομαι κατευθύνομαι: Η επιδημία τρέπεται προς την Ασία. 4. μεταβάλλομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτρέπω — ΝΜΑ [τρέπω] 1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.) αρχ. 1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός 2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ… … Dictionary of Greek
τρωπώ — άω και δ. γρφ. μέσ. τροπῶμαι, άομαι, Α (ποιητ. επιτ. τ.) 1. αλλάζω, μετατρέπω 2. στρέφω ή κάμπτω κάτι 3. μέσ. τρωπῶμαι, άομαι α) γυρίζω πίσω β) τρέπομαι σε φυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. επαναληπτικός ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
φόβη — Είδος ταξιανθίας στα φυτά. Στον στενόμακρο κύριο άξονά της αναπτύσσονται πλευρικά κλαδιά, τα οποία με τη σειρά τους διακλαδίζονται και βγάζουν άνθη ξεχωριστά το καθένα ή μικρές ταξιανθίες. Η φ. λέγεται συμπιεσμένη, όταν τα κλαδιά συμπιέζονται… … Dictionary of Greek
trep-2 — trep 2 English meaning: to turn; to bow the head (of shame) Deutsche Übersetzung: “wenden, also sich vor Scham abwenden” Material: O.Ind. trápatē ‘schämt sich, wird verlegen”, trapü f. “the genitals, Verlegenheit”; Gk. τρέπω, Dor … Proto-Indo-European etymological dictionary