Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τράφ

См. также в других словарях:

  • τράφ' — τράφε , τρέφω thicken aor imperat act 2nd sg τράφε , τρέφω thicken pres imperat act 2nd sg (doric) τράφε , τρέφω thicken aor ind act 3rd sg (homeric ionic) τράπε , τρέπω Studien zum griech. Perf. aor imperat act 2nd sg τράπε , τρέπω Studien zum… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτραφής — ές, Α (για χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς, πάρα πολύ εύφορος («εἰς πολυτραφῆ χώραν καὶ γόνιμον ὕδωρ ἐνθάλπουσαν», Διόδ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τραφής (< θ. τραφ τού τρέφω*, πρβλ. ἐ τράφ ην), πρβλ. ευ τραφής] …   Dictionary of Greek

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • τραφερός — ά, όν, θηλ. και ή, Α 1. (για ψάρια) παχύς 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που τρέφει, που παχαίνει κάποιον άλλο 3. ξηρός («ἤθεα τραφερά» εκτάσεις ξηρής γής, Οππ.) 4. (στον Όμ.) το θηλ. ως ουσ. ἡ τραφερή (ενν. γῆ) η ξηρά, η στεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραφ …   Dictionary of Greek

  • πλουτοτραφής — ές, ΜΑ αυτός που έχει ανατραφεί μέσα στα πλούτη (α. «τοιοῡτοι γὰρ ὡς τὰ πολλὰ oἱ πλουτοτραφεῑς», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + τραφής (< συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ τού τρέφω), πρβλ. μηρο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • τραφαλίς — και τραφαλλίς, ίδος, ἡ, Α τροφαλίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τροφαλίς κατ επίδραση τών τ. που εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ τού ρ. τρέφω] …   Dictionary of Greek

  • υλοτραφής — ές, Α αυτός που τρέφεται με ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + τραφής (< θ. τραφ τού τρέφω*), πρβλ. ἀνεμο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • υπερτραφής — ές / ὑπετραφής, ές, ΝΜΑ πολύ ευτραφής, παραθρεμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τραφής (< συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ τού τρέφω), πρβλ. πλουτο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτραφής — ές, Α φιλότροφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τραφής (< θ. τραφ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. τρέφω), πρβλ. εὐ τραφής, μηρο τραφής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»