Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τράγ-ημα

  • 1 τράγημα

    τράγ-ημα [ᾰγ], ατος, τό, mostly in pl.,
    A like τρωγάλια, dried fruits or sweetmeats, eaten as dessert, Ar.Ach. 1091, Ra. 510, X.An.2.3.15, Diocl.Fr.141, POxy.1070.31 (iii A. D.), etc.;

    ὀνομάζω τ. τὰ παρὰ τὸ δεῖπνον ἐσθιόμενα τῆς ἐπὶ τῷ πίνειν ἡδονῆς ἕνεκα Gal.6.550

    ; called δευτέρα τράπεζα, Arist.Fr. 104;

    κάρυα καὶ τ. Clearch.Com.4

    ;

    κάρυα καὶ.. καστάναια καὶ κυάμους Αἰγύπτου.. καὶ εἴ τινα ἄλλα τ. IG22.1013.20

    (ii B. C.);

    καὶ τ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων Pl.R. 372c

    : metaph., Lyc.Fr.3;

    τ. τῶν λόγων D.H. Rh.10.18

    : less freq. in sg., Alex.250, Diph.79, Crobyl.9, Arist. l. c., Aret.CD1.2.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τράγημα

См. также в других словарях:

  • φάγημα — ήματος, τὸ, Α τροφή, φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ημα (πρβλ. τράγ ημα < θ. τραγ τού τρώγω)] …   Dictionary of Greek

  • τράγημα — το, ΝΑ, και τράγιμα Α 1. επιδόρπιο 2. (κυρίως στον πληθ.) τα τραγήματα ξηροί καρποί που συνήθως τρώγονται μετά το κυρίως φαγητό, τρωγάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ τού τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ εῖν) + κατάλ. ημα (πρβλ. πάθ ημα, στέργ ημα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»