-
61 индикатор
ο ενδείκτης, ο δείκτης- газа предохранительный горн. о ανιχνευτής αερίων- курса маяка бортовой (система слепой посадки) - πορείας φάρου (σύστημα τυφλής προσγείωσης)маршрутный ж.-д. - πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индикатор
-
62 искра
ο σπινθήρ/ας, η σπίθαгасить - у σβήνω τον - α, - возникает (в системе зажигания д.в.с) δημιουργείται - (στο σύστημα ανάφλεξης των ΜΕΚ)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > искра
-
63 кандела
(единица измерения силы света в системе СИ) το κηρίο (μονάδα του φωτός στο σύστημα SI).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кандела
-
64 кельвин
(единица термодинамической температуры в системе СИ) (К) Κέλβιν (μονάδα θερμοδυναμικής θερμοκρασίας στο σύστημα SI).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кельвин
-
65 конденсор
опт. о συγκεντρωτικός φακός, το συγκεντρωτικό σύστημα των φακών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конденсор
-
66 консонантизм
лингв. το σύστημα των συμφώνων (της γλώσσας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консонантизм
-
67 контровка
(устройство) το σύστημα ασφάλισηςτο σύρμα ασφάλισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контровка
-
68 контроллер
1. (для управления электродвигателями) το όργανο ελέγχου (του ηλεκτροκινητήρα)ο διανομέας του ηλεκτρικού ρεύματος- с программным управлением - με προγραμματισμένο έλεγχο/χειρισμό, αυτόματο -2. (в системах обработки и передачи информации) το όργανο ελέγχου (στο σύστημα επεξεργασίας και μετάδοσης των πληροφοριών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > контроллер
-
69 котёл
тех. о λέβητ/ας, ο λέβης, разг. το καζάνιогнетрубный - см. жаротрубный -паровой - ατμού, ο ατμολέβηταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > котёл
-
70 крепление
1. (прикрепление) η πρόσδεση 2. (установление крепи) η άρμωση του στηρίγματος, το στερέωμα, η στήριξη, η στερέωση 3. (устройство) το σύστημα στήριξηςамортизирующее - για απορρόφηση των κραδασμών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крепление
-
71 макросистема
το μακροσύστηματο μακροσκοπικό σύστημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > макросистема
-
72 максвелл
(единица магнитного потока в системе СГС) η μαξουέλ (Мх) (μονάδα μαγνητικής ροής στο σύστημα SGS).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > максвелл
-
73 машина
1. (механизм) το μηχάνημα, η μηχανήбетонирующая - παροχής σκυροδέματος, η μπετονιέραбрикетировочная (αχ.) - κατασκευής δεματίων/μπρικбумагоделательная - κατασκευής χαρτιού/χαρτοποιίαςволокноотдели-тельная - διαχωρισμού των ινών/νημάτωνвязальная текст. - η μηχανή πλεξίματος- для брикетирования кормов - δεματοποίησης των ζωοτροφών, κατασκευής μπρίκ των ζωοτροφώνземлеройная - εκσκαφής, εκσκαπτικό/χωματουρ-γικό -зерноочистительная - καθαρισμού των δημητριακών, η λιχνιστική μηχανήзолотопромывочная - πλυσίματος/εξό-ρυξης του χρυσούклепальная - καρφώματος/πριτσινίσματοςкопировально-множительная - το εκτυπωτικό σύστημα όφσετ(παλαιότερα η λιθογραφία)лесовалочная - κοπής/ξύ-λευσης του δάσουςмаркировочная - σήμανσης/μαρκαρίσματοςотделочная - τελειώματος/φινιρίσματοςпосадочная лес. - φύτευσηςрулевая - του πηδαλίου/τιμονιούсветокопировальная - φωτοτυπικό -, το φωτοτυπικόсортировочная - см. сортировальная -уборочная с.-х. - η συλλεκτι-κή/θεριστική μηχανήупаковочная - δεματοποίισης/πακεταρίσματοςчесальная - ξέσης, ο ξάντηςэлектронно-вычислительная(ЭВМ) - ο ηλεκτρικός υπολογιστής (Η/Υ)το κομπιούτερ (ξεν.)2. (двигатель) η μηχανή,ο κινητήραςпаровая - ατμοκίνητη -, η ατμομηχανήрулевая мор. - πηδαλίου3. (автомобиль) το αυτοκίνητο, το όχημαлегковая - επιβατικό -, разг. το αμάξιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > машина
-
74 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
75 навеска
1. (петля, на которую навешиваются двери, ставни и т.п.) о στροφέας, разг. о μεντεσές 2. (навесное устройство) с.-х. το εξαρτημένο ή κρεμαστό σύστημα 3. хим. η ακριβοζυγισμένη ουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навеска
-
76 навигатор
1. мор. ο ναυτίλος 2. ав. о αεροναυτίλος 3. (авто) το σύστημα/η συσκευή πλοήγησης, το GPS (τζι-πι-ές).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навигатор
-
77 нумератор
1. (тлф.) о πίνακας των ενδείξεων 2. (маркировочное устройство) το μηχάνημα/σύστημα της αρίθμησης/του μαρκαρίσματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нумератор
-
78 обстановка
1. (ситуация, условия) οι συνθήκες, οι περιστάσεις (πλ.) 2. (меблировка) η επίπλωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обстановка
-
79 общественный
1. (возникающий и протекающий в обществе) κοινωνικ/ός 2. (принадлежащий обществу, коллективный) δημόσιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общественный
-
80 опыливатель
с.-х. το σύστημα ψεκασμού (των φυτοφαρμάκων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опыливатель
См. также в других словарях:
σύστημα — whole compounded of several parts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek
σύστημα — το, ατος 1. σύνολο πραγμάτων με κανονική διάταξη σε στενή σχέση μεταξύ τους: Κλονίστηκε το νευρικό του σύστημα. – Το σύστημα τροφοδοσίας της μηχανής δε λειτουργεί καλά. 2. σύνολο αρχών ή ιδεών: Μελέτησε τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα. 3. τρόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την … Dictionary of Greek
γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek
Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα — (Federal Reserve System). Τραπεζικός θεσμός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που δεν έχει το ακριβές όμοιό του σε καμιά άλλη χώρα, αλλά οι λειτουργίες του αντιστοιχούν στις λειτουργίες κεντρικής τράπεζας. Αντίθετα προς τα ευρωπαϊκά τραπεζικά… … Dictionary of Greek
παλαιογενές σύστημα — Το πρώτο σύστημα του καινοζωικού αιώνα, που αντιστοιχεί στην πρώτη περίοδο της γεωλογικής ιστορίας της Γης κατά τον αιώνα αυτόν. Το π.σ. ακολουθεί το κρητιδικό και προηγείται του νεογενούς συστήματος. Ο όρος π.σ. καθιερώθηκε ύστερα από πρόταση… … Dictionary of Greek
ρομβικό σύστημα — Μια από τις υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης. Οι κρύσταλλοι των ορυκτών που ανήκουν στο σύστημα αυτό χαρακτηρίζονται από 3 άξονες κάθετους μεταξύ τους αλλά άνισους, έτσι ώστε η ανάπτυξη των εδρών του κρυστάλλου να είναι διαφορετική… … Dictionary of Greek
κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… … Dictionary of Greek