-
21 аппарат
-а α.1. συσκευή οργάνων, μηχανών κλπ. фотографический аппарат η φωτογραφική μηχανή•аппарат телефонный аппарат το τηλέφωνο.
2. σύστημα•дыхательный аппарат το αναπνευστικό σύστημα.
3. μηχανή, μηχανισμός•государственный аппарат η κρατική μηχανή ή ο κρατικός μηχανισμός.
εκφρ.научный аппарат – το υλικό και βοηθήματα επιστημονικής εργασίας. -
22 докторантура
-ы θ.διδακτορία, διδακτορικό σύστημα σύστημα στην ΕΣΣΔ για την προετοιμασία επιστημονικών συνεργατών και διδακτόρων επιστημών. -
23 пропорциональный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. ανάλογος, σύμμετρος, συμμετρικός, συζυγής• αντίστοιχος•-ое телосложение συμμετρική σωματική διάπλαση•
-ые величины ανάλογα ποσά.
2. αναλογικός•-ое представительство αναλογική αντιπροσώπευση•
-ая избирательная система αναλογικό εκλογικό σύστημα•
-ые выборы εκλογές με αναλογικό σύστημα.
-
24 строй
строя, προθτ. о строе, в строю, πλθ. строи, -ев κ. строй-θβ α.1. (στρατ.) σύνταξη. || τμήμα συνταγμένο. •τμήμα μάχιμο.2. σειρά, στοίχος, γραμμή (αντικειμένων).3. διάρθρωση, συγκρότηση, σύνθεση•метрический -стиха μετρική σύνθεση στίχου.
|| χαρακτήρας, τρόπος•строй мышления τρόπος της σκέψης.
|| το καθεστώς, το κοινωνικό σύστημα μιας χώρας•самодержавный строй το απολυταρχικό καθεστώς•
феодальный строй το φεουδαρχικό καθεστώς•
буржуазный строй αστικό καθεστώς•
социалистический, строй σοσιαλιστικό καθεστώς•
5. κούρντισμα, εναρμόνιση.εκφρ.вести в строй – κρίνω ικανόν για εργασία ή μάχιμο•встать (поступить, войти, стать) в строй – είμαι, γίνομαι ικανός για εργασία ή μάχιμος•остаться в -ю – μένω στις γραμμές, είμαι ακόμα ικανός για δουλειά ή για στρατό)•вывести из строя – α) βγάζω ανίκανο ή άχρηστο, β) χαλνώ, αχρηστεύω•выйти (выбить) из строя – αχρηστεύομαι. -
25 акцентуация
лингв. о τονισμός(система ударений в языке) το σύστημα/οι κανόνες τονισμού (μιάς γλώσσας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акцентуация
-
26 аппарат
1. (прибор, приспособление, техническое устройство) η συσκευή, το μηχάνημα, ο μηχανισμόςотделочный - τε-λειώματος/φινιρίσματοςперегонный хим. απόσταξης2. (система органов человека, животного или растения, выполняющих какую-л. определённую функцию организма) το σύστημα 3. (учреждение или система учреждений) η μηχανή, ο μηχανισμόςгосударственный - κρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аппарат
-
27 АСУ
(автоматическая система управления) το αυτόματο σύστημα ελέγχου/χειρισμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > АСУ
-
28 аттенюатор
το σύστημα εξασθένισης/απόσβεσης, ο υποβιβαστής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аттенюатор
-
29 блок-сигнал
ж.-д. το σύστημα τηλεχειρισμού και τηλεσηματοδότησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блок-сигнал
-
30 бороскоп
το βοροσκόπιο, το σύστημα καθρεπτών για επιθεώρηση των εσωτερικών επιφανειών των σωλήνων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бороскоп
-
31 вагоноподъёмник
το σύστημα ανύψωσης των βαγονιών/οχημάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагоноподъёмник
-
32 вибролоток cv. виброжёлоб.
το δονητικό σύστημα τροφοδοσίαςο δονητικός τροφοδότηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вибролоток cv. виброжёлоб.
-
33 вибропитатель
το δονητικό σύστημα τροφοδοσίαςο δονητικός τροφοδότηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вибропитатель
-
34 водохозяйство
το σύστημα διαχείρισης του ύδατος/των υδάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водохозяйство
-
35 гелиоцентризм
(гелиоцентрическая система мира) о ηλιοκεντρισμόςτο ηλιο-κεντρικό σύστημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гелиоцентризм
-
36 гидропривод
(устройство) το υδραυλικό σύστημα κίνησης, ο μηχανισμός υδραυλικής μετάδοσης κίνησης- στροφήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гидропривод
-
37 гидросистема
το υδραυλικ/ό σύστημα ή δίκτυοпрокачать - у (для удаления воздуха) εξαερώνω/αφαιρώ αέρα από το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидросистема
-
38 гитара
1. тех. το σύστημα (των οδοντωτών) τροχών 2. муз. η κιθάρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гитара
-
39 горка
1. ав. η κατακόρυφος αναρρίχηση 2. ж.-д. (сортировочная) το κεκλιμένο σύστημα διαλογής/σύνθεσης 3. с.-х. (семя-очистительная) ο διαχωριστής σπόρων (διά της βαρύτητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горка
-
40 графопостроитель
το σύστημα σχεδίασης των διαγραμμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > графопостроитель
См. также в других словарях:
σύστημα — whole compounded of several parts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek
σύστημα — το, ατος 1. σύνολο πραγμάτων με κανονική διάταξη σε στενή σχέση μεταξύ τους: Κλονίστηκε το νευρικό του σύστημα. – Το σύστημα τροφοδοσίας της μηχανής δε λειτουργεί καλά. 2. σύνολο αρχών ή ιδεών: Μελέτησε τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα. 3. τρόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την … Dictionary of Greek
γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek
Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα — (Federal Reserve System). Τραπεζικός θεσμός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που δεν έχει το ακριβές όμοιό του σε καμιά άλλη χώρα, αλλά οι λειτουργίες του αντιστοιχούν στις λειτουργίες κεντρικής τράπεζας. Αντίθετα προς τα ευρωπαϊκά τραπεζικά… … Dictionary of Greek
παλαιογενές σύστημα — Το πρώτο σύστημα του καινοζωικού αιώνα, που αντιστοιχεί στην πρώτη περίοδο της γεωλογικής ιστορίας της Γης κατά τον αιώνα αυτόν. Το π.σ. ακολουθεί το κρητιδικό και προηγείται του νεογενούς συστήματος. Ο όρος π.σ. καθιερώθηκε ύστερα από πρόταση… … Dictionary of Greek
ρομβικό σύστημα — Μια από τις υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης. Οι κρύσταλλοι των ορυκτών που ανήκουν στο σύστημα αυτό χαρακτηρίζονται από 3 άξονες κάθετους μεταξύ τους αλλά άνισους, έτσι ώστε η ανάπτυξη των εδρών του κρυστάλλου να είναι διαφορετική… … Dictionary of Greek
κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… … Dictionary of Greek