-
21 привилегия
το προνόμιο, το πλεονέκτημα, το προτέρημα, το προσόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привилегия
-
22 достоинство
досто́инств||ос1. (уважение к себе) ἡ ἀξιοπρέπεια:чу́вство собственного \достоинствоа ὁ αὐτοσεβασμός, ἡ ἀξιοπρέπεια·2. (положительное качество) ἡ ἀξία, ἡ ἀρετή, τό προτέρημα, τό προσόν, τό πλεονέκτημα:\достоинство· книги ἡ ἀξἰα (или τά προτερήματα) τοῦ βιβλίου· у него много достоинств ἔχει πολλά προσόντα· оценить по \достоинствоу ἐκτιμώ κατ· ἀξίαν'3. (стоимость денежного знака) ἡ ἀξία:облигации \достоинствоом в 50 рублей ὁμολογίες ἀξίας πενήντα ρουβλίων. -
23 плюс
плюсм1. συν, πλέον2. (преимущество) разг τό πλεονέκτημα, τό προτέρημα:\плюсы и минусы τά ὑπέρ καί τά κατά. -
24 авантаж
-а α.παλ. πλεονέκτημα• προτέρημα, αβαντάζ. -
25 выгода
-ы θ.όφελος, κέρδος• συμφέρο•на базе взаимной -ы στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος•
иметь выгода έχω κέρδος, πλεονέκτημα, προτέρημα.
-
26 выгодность
-и θ.ωφελιμότητα, ωφέλεια, το επικερδές. || πλεονέκτημα, προτέρημα. -
27 достоинство
-а ουδ.1. πλεονέκτημα, προτέρημα, αρετή•-а и недостатки προτερήματα και ελαττώματα.
|| αξία, σπουδαιότητα.2. αξιοπρέπεια•считать ниже своего -а θεωρώ κατώτερο της αξιοπρέπειας μου.
|| υπερηφάνεια, αυτοσεβασμός.3. αξία, τίμημα•монета десятирублвого -а νόμισμα αξίας δέκα ρουβλιών.
4. παλ. αξίωμα, κοινωνική θέση.εκφρ.оценить по -у – εκτιμώ κατά την αξία. -
28 преимущество
-а ουδ.1. πλεονέκτημα, προτέρημα υπεροχή•иметь преимущество έχω υπεροχή (υπερέχω)•
преимущество внезапного нападения το πλεονέκτημα της αιφνιδιαστικής επίθεσης.
2. προνόμιο, γέρας•права и -а δικαιώματα και προνόμια.
εκφρ.по -у – βλ. преимущественно. -
29 привилегия
-и θ.προνόμιο•сословные -и προνόμια κοινωνικών στρωμάτων.
|| πλεονέκτημα• προτέρημα• προσόν. -
30 ὁλοσχερής
ὁλοσχερ-ής, ές,A whole, entire, complete, Hp. Alim.26, Theoc.25.210 ;παρατίθημ' ὁλοσχερῆ ἄρνα Diph.90
; ἀνήρ [S.]Fr.1127.4 ;νόμισμα IG12(7).67
B ([place name] Amorgos) ; dub. in ib.12(5).593 ([place name] Ceos), cf. δολοσχερής.b in large pieces, ὁ ἐλλέβορος -έστερος ληφθείς, opp. εἰς πάνυ σμικρὰ τριφθείς, Aristo Stoic.1.89, cf. Chrysipp. ib.2.158.2 absolute, (ii A. D.) ; universal, widespread,ὁ. κρίσις Plb.1.57.6
;φόβοι καὶ θόρυβοι Id.1.73.7
;παλίρροια Id.1.82.3
;προτέρημα Id.1.18.6
;- εστέρα συμπλοκή Id.1.40.11
;τὸ -έστερον μέρος Id.3.37.8
;- εστέρα σπάνις IG42(1).66.28
(Epid., i A. D.).3 in rough or general outline, τὸ ὁ., as Adv., roughly, Thphr.HP3.18.5 ; irreg. [comp] Sup.αἱ -ώταται δόξαι Epicur.Ep.1p.3U.
, cf. Phld.Oec.p.75 J. ([comp] Comp.) ; opp. ἀκριβής, Str.2.1.41, cf. 30 ; ap. Orib.49.1.1 ;ὁλοσχερεῖ λόγῳ Plot.1.6.9
; of an emetic ([etym.] ἀποφορτισμός), incomplete, opp. ἀκριβής, Archig. ap. Orib.8.23.2.4 - έστερα διαιτήματα fuller diet, Gal.19.194.II Adv. -ρῶς, συνθλάσαι pound coarsely, Dsc.5.72: [comp] Comp.-έστερον, συγκοπέντα Id.2.76.10
, cf. Gal.13.1044.2 entirely, altogether, utterly, Diph.27, IG9(2).338.4 (Thessaly, ii B. C.), Plb.1.10.1, Cic.Att.6.5.2, etc. ;ὁ. καὶ κατὰ κράτος λαβεῖν J.
BJ Prooem.8 ; ὁ. διακεῖσθαι πρός τι to be quite bent upon a thing, v.l. in Isoc.5.135 ; ὁ. οἰκοδομῆσαι build completely, LXX 1 Es.6.27(28).3 roughly, in a general way, Str.2.1.30, Longin.43.4 ; opp. ἀκριβῶς, Plot.3.8.9 : [comp] Comp.- έστερον Gal.2.901
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλοσχερής
-
31 meziyet
αρετή, προτέρημα, προσόν -
32 vasıf
προσόν, προτέρημα, ποιότητα -
33 advantage
1) πλεονέκτημα2) προτέρημα -
34 aptitude
1) ικανότητα2) κλίση3) προτέρημα4) ταλέντο -
35 virtue
1) αρετή2) προσόν3) προτέρημα4) φρονιμάδα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προτέρημα — advantage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… … Dictionary of Greek
προτέρημα — το, ατος προσόν, πλεονέκτημα φυσικό ή αποκτημένο, αρετή (αντίθ ελάττωμα): Το σύνολο των προτερημάτων και των ελαττωμάτων του ατόμου προσδιορίζουν το χαρακτήρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτερημάτων — προτέρημα advantage neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήμασι — προτέρημα advantage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήμασιν — προτέρημα advantage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήματα — προτέρημα advantage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήματι — προτέρημα advantage neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήματος — προτέρημα advantage neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
почесть — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. 1) (γέρας) почетная мзда, на града, дар; (ἐπινίκιον),… … Словарь церковнославянского языка
έκπαγλος — η, ο (AM ἔκπαγλος, ον) αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» με εκπληκτική δύναμη γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» θαυμαστός για τα κατορθώματά του) αρχ. 1. εκπληκτικός,… … Dictionary of Greek