-
1 προτέρημα
προτέρημα, τό, der Vorzug, das Voransein im Raume und in der Zeit, der Vorsprung; bes. der Vorrang, höhere Werth, Vortheil, die Ueberlegenheit; oft bei Pol., τὰς τῶν πέλας ἁμαρτίας ἴδια προτερήματα νομίζειν, 16, 20, 6; bes. Sieg, 1, 9, 7. 5, 107, 3 u. sonst; τὸ κατὰ τοὺς Ἰλλυριοὺς προτέρημα, der Sieg, 2, 10, 6; u. a. Sp.
-
2 προτέρημα
προτέρημα, τό, der Vorzug, das Voransein im Raume und in der Zeit, der Vorsprung; bes. der Vorrang, höhere Wert, Vorteil, die Überlegenheit; bes. Sieg; τὸ κατὰ τοὺς Ἰλλυριοὺς προτέρημα, der Sieg
См. также в других словарях:
προτέρημα — advantage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… … Dictionary of Greek
προτέρημα — το, ατος προσόν, πλεονέκτημα φυσικό ή αποκτημένο, αρετή (αντίθ ελάττωμα): Το σύνολο των προτερημάτων και των ελαττωμάτων του ατόμου προσδιορίζουν το χαρακτήρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτερημάτων — προτέρημα advantage neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήμασι — προτέρημα advantage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήμασιν — προτέρημα advantage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήματα — προτέρημα advantage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήματι — προτέρημα advantage neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήματος — προτέρημα advantage neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
почесть — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. 1) (γέρας) почетная мзда, на града, дар; (ἐπινίκιον),… … Словарь церковнославянского языка
έκπαγλος — η, ο (AM ἔκπαγλος, ον) αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» με εκπληκτική δύναμη γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» θαυμαστός για τα κατορθώματά του) αρχ. 1. εκπληκτικός,… … Dictionary of Greek