Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+περιβάλλον

  • 21 освоиться

    осво́итьсяся с обстано́вкой — εξοικειώνομαι με το περιβάλλον

    Русско-греческий словарь > освоиться

  • 22 внешний

    внешн||ий
    прил в разн. знач. ἐξωτερικός:
    \внешнийий вид τό ἐξωτερικό, ἡ ἐξωτερική δψη· \внешнийяя среда τό ἐξωτερικό περιβάλλον, ὁ περίγυρος· \внешнийее сходство ἡ ἐξωτερική ὁμοιότητα· \внешнийее спокойствие ἡ ἐξωτερική ἡρεμία, ἡ φαινομενική ἡρεμία· \внешнийий лоск ἐπιφανειακό γυάλισμα (или λοῦστρο)· \внешнийяя политика ἡ ἐξωτερική πολιτική· \внешнийяя торговля τό ἐξωτερικό ἐμπόριο· \внешнийий рынок зк. ἡ ἐξωτερική ἀγορά· ◊ \внешнийяя гавань ὁ προλιμένας.

    Русско-новогреческий словарь > внешний

  • 23 домашний

    домашн||ий
    1. прил οἰκιακός, σπιτικός, σπιτίσιος:
    \домашнийее хозяйство τό νοικοκυριό· \домашний телефон τηλέφωνο τοῦ σπιτιού· \домашний адрес ἡ διεύθυνση τοῦ σπιτιού· \домашнийяя хозяйка ἡ νοικοκυρά, ἡ οίκοκυρά· \домашнийяя работница ἡ ὑπηρέτρια· \домашнийие ту́фли οἱ παντόφλες, οἱ παντούφλες· \домашний костюм τό ρούχο τοῦ σπιτιοῦ· \домашний арест ὁ περιορισμός· в \домашнийей обстановке στό περιβάλλον τοῦ σπιτιού· одетый по-\домашнийему μέ τά ρούχα τοῦ σπιτιοῦ·
    2. прил (прирученный, не дикий) κατοικίδιος, οἰκιακός:
    \домашнийее животное τό οἰκιακό ζῶο· \домашнийяя птица τά πουλερικά·
    3. прил (приготовленный дома, не покупной) σπιτίσιος / οίκότευκτος (самодельный):
    \домашнийие обеды τά σπιτίσια φαγητά· \домашний хлеб τό σπιτίσιο ψωμἴ
    4. \домашнийие мн. (семья) οἱ δικοί μου, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμελιά μου.

    Русско-новогреческий словарь > домашний

  • 24 мир

    мир I
    χ |. (вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν:
    весь \мир τό σύμπαν· со всего \мира ἀπ' ὀλο τόν κόσμο, ἀπ' ὀλη τήν οἰκου-μένη·
    2. (среда) ὁ κόσμος:
    животный \мир ὁ ζωΙκός κόσμος, τά ζῶα· растительный \мир τά φυτά· звездный \мир τά ἄστρα· окружающий \мир τό περιβάλλον вну́трен-ний \мир человека ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρωπου· ◊ пойти по \миру разг καταντώ στήν ψάθα, γίνομαι ζητιάνος· пустить по́ \миру разг καταντώ κάποιον στήν ψάθα, καταντώ κάποιον διακονιάρη· не от \мира сего βρίσκομαι στά σύννεφα.
    мир II
    м (спокойствие) ἡ είρήνη:
    жить в \мире ζοϋμε ἀγαπημένα· борьба за \мир ὁ ἀγώνας (или ἡ πάλη) γιά τήν είρήνη· движение сторонников \мира τό κίνημα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐΙρήνης· международная Ленинская премия \мира τό διεθνές βραβείο Λένιν γιά τήν είρήνη· Всемирный Совет \мира τό Παγκόσμιο Συμβούλιο είρήνης· сепаратный \мир ἡ χωριστή εἰρήνη· заключить \мир συνάπτω είρήνη[ν]· ◊ отпустить с \миром στέλνω στό κάλο, ἀφήνω νά φύγει μέ τό καλό.

    Русско-новогреческий словарь > мир

  • 25 окружающий

    окружа||ющий
    - прич. от окружать·
    2. прил περιβάλλων, περιστοιχῶν:
    \окружающийющие селения τά πέριξ χωριά, τά γύρω χωριά· \окружающийющая среда (обстановка) τό περιβάλλον
    3. \окружающийющие мн. οἱ συγγενείς καί φίλοι.

    Русско-новогреческий словарь > окружающий

  • 26 питательностьый

    питательность||ый
    прил θρεπτικός, θρεφτικός· ◊ \питательностьыйая среда а) биол. οὐσία ὀπου καλλιεργείται κάτι, б) перен τό εὐνοϊκό περιβάλλον.

    Русско-новогреческий словарь > питательностьый

  • 27 удушливый

    уду́шлив||ый
    прил
    1. прям., перен πνιγηρός, ἀποπνικτικός:
    \удушливый день πνιγηρή μέρα· \удушливый запах ἀποπνικτική ὁσμή· \удушливыйая атмосфера ἀποπνικτική ἀτμόσφαιρα· \удушливыйая среда ἀποπνικτικό περιβάλλον
    2. (о газе и т. п.) ἀσφυκτικός.

    Русско-новогреческий словарь > удушливый

  • 28 среда

    [σριντά] ουσ. θ. περιβάλλον

    Русско-греческий новый словарь > среда

  • 29 среда

    [σριντά] ουσ θ περιβάλλον

    Русско-эллинский словарь > среда

  • 30 антураж

    α.
    παλ. το περιβάλλον.

    Большой русско-греческий словарь > антураж

  • 31 атмосфера

    θ.
    1. η ατμόσφαιρα.
    2. Ο αέρας.
    3. το περιβάλλον, το κλίμα, η επικρατούσα ψυχολογική κατάσταση.
    4. μονάδα πίεσης.

    Большой русско-греческий словарь > атмосфера

  • 32 воздух

    α.
    1. αέρας•

    воздух состоит главным образом из кислорода и азота ο αέρας αποτελείται κυρίως από οξυγόνο και άζωτο.

    2. η ατμόσφαιρα.
    εκφρ.
    воздух! – αεροπλάνα! (προειδοποίηση για εμφάνιση εχθρικών αεροπλάνων)•
    на (открытом) -е – σε ανοιχτό χώρο, στο ύπαιθρο, έξω•
    на вольном -е – α) σε ανοιχτό χώρο. β) στην εξοχή•
    дышать (каким) -ом – ο αέρας που αναπνέω (το περιβάλλον, οι τάσεις, το ενδιαφέρο)•
    в -е носится – (για κοινωνικά φαινόμενα) επίκειται, πλησιάζει, μυρίζει•
    быть (бывать) в -е – περνώ την ώρα μου έξω (στον αέρα)•
    выйти на воздух – βγαίνω έξω στον αέρα•
    питаться -омειρν. τρέφομαι μ’ αέρα.
    -а, πλθ.α. (εκκλσ.) το κάλυμμα του δισκοπότηρου.

    Большой русско-греческий словарь > воздух

  • 33 географический

    επ.
    γεωγραφικός•

    -ая карта мира παγκόσμιος χάρτης•

    -ая среда το γεωγραφικό περιβάλλον.

    Большой русско-греческий словарь > географический

  • 34 замкнутый

    επ., βρ: -нут, -а, -о.
    1. κλει-οτός, περιορισμένος, απομονωμένος•

    -ая жизнь απομονωμένη ζωή•

    замкнутый характер κλειστός χαρακτήρας.

    || απρόσιτος για άλλους•

    -ая среда νλειστό περιβάλλον.

    2. (ηλεκτρ.) -ая| цепь κλειστό κύκλωμα. || αδιέξοδος.

    Большой русско-греческий словарь > замкнутый

  • 35 засосать

    ρ.σ.
    καταβροχθίζω, καταπίνω ρουφώ•

    болото -ло охотника ο βάλτος κατάπιε τον κυνηγό.

    || μτφ. τραβώ (στο περιβάλλον ή στον κύκλο μου).

    Большой русско-греческий словарь > засосать

  • 36 затхлый

    επ.
    1. μουχλιάρικος•

    затхлый воздух μουχλιάρικος αέρας•

    -ая вода, μουχλιάρικο νερό.

    || μουχλιασμένος•

    -ая мука μουχλιασμένο αλεύρι.

    2. πνιγηρός, αποπνιχτικός• σάπιος•

    -ая среда αποπνιχτικό περιβάλλον•

    пахнет -ым μυρίζει μούχλα ή σαπίλα (πνευματική-ηθική κατάπτωση).

    Большой русско-греческий словарь > затхлый

  • 37 изолировать

    -рую, -руешь, μτχ. ενστ. Ηβο•

    изолировать лирукщий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изолированный, βρ: -ван, -а, -о

    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. απομονώνω, ξεχωρίζω•

    изолировать больных от здоровых απομονώνω τους άρρωστους από τους υγιείς.

    2. περιβάλλω με μονωτική ουσία•

    изолировать провод μονώνω καλώδιο.

    απομονώνομαι•

    изолировать от общественной среды απομονώνομαι από το κοινωνικό περιβάλλον.

    Большой русско-греческий словарь > изолировать

  • 38 круг

    -а, προθτ. о -е, в -е κ. в -у, πλθ. круги α.
    1. (в -е) κύκλος•

    описывать круг διαγράφω κύκλο•

    площадь -а επιφάνεια κύκλου.

    2. αντικείμενο στρογγυλό•

    круг сыра κεφάλι τυριού•

    спасательный круг σωσίβιο.

    || στεφάνι.
    3. (αθλτ.) ο γύρος•

    беговой круг γύρος του δρόμου.

    4. το περιβάλλον, οι κύκλοι•

    правительственные -и οι κυβερνητικοί κύκλοι•

    правящие -и οι ηγετικοί κύκλοι•

    в тесном -у σε στενό κύκλο•

    в -у семьи σε οικογενειακό κύκλο•

    в -у знакомых σε κύκλο γνωστών•

    политические -и οι πολιτικοί κύκλοι.

    5. σφαίρα, τομέας• έκταση•

    круг знаний ο κύκλος των γνώσεων•

    круг деятельности η σφαίρα δράσης.

    εκφρ.
    на круг – κατά μέσο όρο, περίπου•
    - и под глазами – μελανοί γύροι στα μάτια (από υπερκόπωση)•
    голова идёт (пошла) -ом – α) ζαλίζομαι (ζαλίστηκα), β) τα χάνω, σαστίζομαι•
    сделать ή дать круг – παρακάμπτω, κάνω κυκλοτερή κίνηση•
    спиться с -у – (απλ.) τρικλίζω από το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > круг

  • 39 культурный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. πολιτιστικός• εκπολιτιστικός•

    культурный уровень населения το πολιτιστικό επίπεδο του λαού•

    -ое и материальное благосостояние η πολιτιστική και υλική ευημερία•

    культурный центр πολιτιστικό κέντρο•

    -ое сотрудничество πολιτιστική συνεργασία.

    2. πολιτισμένος•

    -ая среди πολιτισμένο περιβάλλον•

    культурный человек πολιτισμένος άνθρωπος.

    3. τα καλλιεργούμενα ή ήμερα φυτά.
    εκφρ.
    культурный слой земли – (αρχλ.) το ανώτερο στρώμα της γης.

    Большой русско-греческий словарь > культурный

  • 40 лоно

    ουδ.
    παλ. κόλπος, αγκαλιά• η κοιλιά, μήτρα•

    на -е матери στην αγκαλιά της μάνας.

    || μτφ. περιβάλλον•

    принять на -е православной церкви δέχομαι στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας•

    на -е счастья στους κόλπους της ευτυχίας, της ευμάρειας.

    εκφρ.
    на -е природы – στην αγκαλιά της φύσης.

    Большой русско-греческий словарь > лоно

См. также в других словарях:

  • περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • περιβάλλον — το όλα όσα μας τριγυρίζουν, το περίγυρο: Το κοινωνικό, το οικογενειακό περιβάλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιβάλλον — περιβάλλω throw round pres part act masc voc sg περιβάλλω throw round pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… …   Dictionary of Greek

  • αστικό περιβάλλον — Βλ. λ. αστική οικολογία …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»