-
1 περιβάλλον
(-οντος) τό среда, окружение;στενόν περιβάλλον — а) тесный семейный круг; — б) тесный круг друзей
-
2 περιβάλλον
[пэриваллон] ουσ. о. окружение, среда,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιβάλλον
-
3 περιβάλλον
[пэриваллон] ουσ ο окружение, среда. -
4 περιβαλλω
(fut. περιβᾰλῶ, aor. περιέβᾰλον; эп. impf. περίβαλλον; ион. 3 л. ppf. pass. περιεβεβλήατο = περιεβέβληντο)1) закидывать, накидывать, набрасывать(πεῖσμα Hom.)
π. στέρνα πρὸς στέρνα τινός Eur. — прижаться грудью к чьей-л. груди;2) надевать(ζευκτήριον Τροίᾳ Aesch.)
περιβαλλόμενοι τεύχεα Hom. — с надетым на себя оружием, вооруженные3) одевать(τινὰ γυμνόν NT.)
; pass. одеваться(ἐν ἱματίοις λευκοῖς NT.)
4) запрокидыватьπ. χεῖράς τινι Eur., Plat. — обвивать кого-л. руками (ср. 8)
5) строить вокруг, возводить кругом(τεῖχος Πελοποννήσῳ Arst. и τῷ λιμένι Polyb.; χάρακά τινι NT.; med. τείχη Thuc. и τεῖχος τέν πόλιν Her.)
ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλεσθαι Xen. — возводить укрепления вокруг городов6) внушать(ἀνανδρίαν τινί Eur.)
7) оказывать, давать(τὸ ἀγαθόν τινι Her.)
π. σωτηρίαν τινί Eur. — спасать кого-л.8) опутывать, захватыватьπεριβαλεῖν πλῆθος τῶν ἰχθύων Her. — поймать множество рыб(ы);
περιβαλέσθαι τέν πόλιν Her. — захватить город;π. τινὰ πέδαις Aesch. — наложить на кого-л. оковы;π. τὸν αὐχένα βρόχῳ Her. — обвивать шею петлей;π. τινὰ χερσί Eur. (ср. 4) — обнимать кого-л.;σκότος περιβάλλει τινά Eur. — тьма окутывает кого-л.;περιβάλλεσθαι σωφροσύνης δόξαν Xen. — стяжать себе репутацию благоразумного человека9) обнимать(ἀλλήλους Xen.)
10) окружать, брать в кольцо(τοὺς πολεμίους Plat.)
περιβάλλεσθαί τινι πτεροφόρον δέμας Aesch. — окружать пернатым телом, т.е. превращать в птицу кого-л.;περιβάλλεσθαι μεῖζον χωρίον Xen. — окружать большую площадь;ἐν τῷ περιβεβλημένῳ Her. — в огороженном месте, внутри ограды11) возлагать(τυραννίδα τινί Eur.)
12) налагать(τινὴ δουλείαν Eur.)
13) поражать(τινὰ χαλκεύματι Aesch.; τινὰ κακῷ Eur.)
π. τινὰ φυγῇ Plut. — карать кого-л. изгнанием;π. τινὰ ὀνείδει Dem. — покрывать кого-л. позором14) бросать, устремлятьπ. περὴ ἕρμα τέν ναῦν Thuc. — налететь с кораблем на скалу
15) огибать, объезжать(τὸν Ἄθων Her.; Σούνιον Thuc.)
16) превосходить(τινά τινι Hom.)
ἀρετῇ π. Hom. — отличаться высокими качествами, быть превосходным17) часто посещать(τόπους Xen.)
18) med. перен. охватывать(τῇ διανοίᾳ τι Isocr.; ξυμπάντα τὰ οἰκεῖα Plat.)
19) med. пускаться в рассужденияμακρὰν περιβαλλόμενοι Plat. — пространно разглагольствуя;
κομψῶς κύκλῳ π. Plat. — ловко кружиться вокруг да около -
5 οικείος
εία, είο(ν]1) домашний; семейный; 2) свой, близкий;οι συγγενείς και οικείοι — родные и близкие;
3) собственный, свой;οικεία βουλήσει ( — или προαιρέσει) — по собственному желанию; — добровольно;
4) знакомый, привычный;οικείον περιβάλλον — знакомая среда, свои;
5) подходящий, уместный; надлежащий -
6 οικογενειακός
η, ό[ν] семейный;οικογενειακές υποχρεώσεις — долг семейного человека, семейные обязанности;
οικογενειακόν περιβάλλον — семейная обстановка;
γιά οικογενειακούς λόγους — по семейным обстоятельствам;
σε οικογενειακό κύκλο — в кругу семьи
См. также в других словарях:
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek
περιβάλλον — το όλα όσα μας τριγυρίζουν, το περίγυρο: Το κοινωνικό, το οικογενειακό περιβάλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιβάλλον — περιβάλλω throw round pres part act masc voc sg περιβάλλω throw round pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… … Dictionary of Greek
αστικό περιβάλλον — Βλ. λ. αστική οικολογία … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek