-
101 высохнуть
см. высыхать. выставить см. выставлять. выставк{}а{} 1. (установка показаний прибора, выходного сигнала и т.п.) η ρύθμιση 2.(показ) η έκθεσ/ηрекламировать товары на - е διαφημίζω τα προϊόντα/εμπορεύματα στην -участвовать в - е παίρνω μέρος στην -, συμμετέχω στην -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высохнуть
-
102 деталь
1. (изображения, чертежа) η λεπτομέρεια 2. (часть физического целого) το εξάρτημα, το τεμάχιο, το κομμάτι, το στοιχείο, το τμήμα, το μέροςвзаимосвязанные - и αλληλοσύνδετα - τα, διασυνδεδεμένα - ταкрепёжная - της στερέωσης/στή-ριξηςнесъёмные - и μόνιμα - τα (πλ.), σταθερά - τα (πλ.)переходная - η συστολή (π.χ. όταν ενώνει σωλήνες διαφορετικής διαμέτρου)3. (детали машин) (научная дисциплина) τα στοιχεία των μηχανών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деталь
-
103 дефлектор
1. тех. το ρυθμιστικό διάφραγμα, ο εκτροπέας της ροής αερίων των υγρών, ηχητικών κυμάτων, υλικών χύδην/σε χήμα 2. горн. το σύστημα εξαερισμού μέσω της ροής του ανέμου στο άνω μέρος του οχετού (της τσιμινιέρας) 3. (компаса) о ρυθμιστής, το μαγνητικό όργανο μέτρησης και διόρθωσης της παρεκτροπής (της πυξίδας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефлектор
-
104 доля
1. (часть чего-л.) το κλάσμα, το μερίδιο, το μέρος, το τμήμα, η μερίδαмассовая - της μάζας του συστατικού μ(ε)ίγματος ως προς το σύνολο μάζας μείγματοςмольная - см. молярная -2. (мера веса) παλαιά ρωσική μονάδα μάζας πριν την εφαρμογή του μετρικού συστήματος ίση με 44,4349 κιλά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доля
-
105 загородка
1. (изгородь, стенка) το χώρισμα 2. (место, обнесённое изгородью) το περιφραγμένο μέρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загородка
-
106 зазор
тех. το διάκενο, ο κενός χώρος ασφαλείας, ο αέρας, το άνοιγμαвоздушный эл. - του αέραкольцевой эл. - κυκλικό -, δακτυλιοειδές -контактный эл. - της επαφής- между днищем поршня и плоскостью головки цилиндра - ανάμεσα στο κάτω μέρος του εμβόλου και την επιφάνεια της κεφαλής του κυλίνδρου- между нижней кромкой пера руля и пяткой ахтерштевня мор. - ανάμεσα στην κάτω ακμή του πτερού του πηδαλίου/τιμονιού και του ποδοστήματος/ποδοστάματοςсборочный (св.) - της συναρμολόγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зазор
-
107 кода
муз. το τελευταία μέρος, το τέλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кода
-
108 кожа
1. (наружный покров тела) το δέρμαсухая - ξηρό - 2 (из цельного полуфабриката не подвергнутого распиловке) το δέρμα, το πετσί- σόλαςтехническая - τεχνητό -, η δερμάτινηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кожа
-
109 колошник
το άνω μέρος του κλιβάνουτο στόμιο τροφοδότησης της υψικαμίνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > колошник
-
110 мантисса
мат. το δεκαδικό μέρος του λογαρίθμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мантисса
-
111 матчасть
(материальная часть) το υλικό μέρος, το υλικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > матчасть
-
112 местность
ο τόπος, η περιοχή, η τοποθεσία, το μέροςболотистая - ελώδης -, ο βαλτότοποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > местность
-
113 надел
η μερίδατο μερίδιοτο μέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > надел
-
114 нижник
маш. το κάτω μέρος της μηχανής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нижник
-
115 низ
το κάτω μέρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > низ
-
116 отгрузить
1. (погрузив, отправить) φορτώνω και αποστέλλω 2. (снять часть груза, перегрузить часть груза куда-л.) εκφορτώνω, ξεφορτώνω (ένα μέρος του φορτίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отгрузить
-
117 отделение
1. (разделение) о διαχωρισμός 2. (отгороженная часть помещения) о χώρος, το διαμέρισμα, το χώρισμαпомповое - мор. см. насосное -3. (часть предприятия, учреждения) το τμήμα, το παράρτημα, (филиал) το υποκατάστημαпочтовое - το ταχυδρομείο, το ταχυδρομικό γραφείο4. муз. το μέρος 5. мед. η πτέρυγαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отделение
-
118 отрезок
1. (отрезанный кусок чего-л.) το απόκομμα, το τμήμα, το μέρος 2. (ограниченная часть чего-л.) το τμήμα 3. (мат) το ευθύγραμμο τμήμα, (сегмент) το κλειστό διάστημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрезок
-
119 отрывок
1. (часть чего-л. целого) το κομμάτι, το τμήμα, το μέρος, το τεμάχιο, το απόκομμα 2. (часть произведения, статьи и т.п.) το απόσπασμα, το κομμάτι, το χωρίο, η περικοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрывок
-
120 передок
1. (трансп.) το εμπρόσθιο/μπροστινό μέρος/τμήμα (του μεταφορικού μέσου) 2. (у обуви) η μύτη (στο υπόδημα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передок
См. также в других словарях:
μέρος — share neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
μέρος — το 1. τμήμα ενός όλου, κομμάτι, μερίδιο: Δε συμφωνούσε με όλα τα μέρη του σχεδίου. 2. χώρα, πατρίδα, πόλη: Κατάγεται από τα μέρη μας. 3. θέση, σημείο, τόπος: Ταξίδεψε σε όλα τα μέρη του κόσμου. 4. αποχωρητήριο, τουαλέτα: Πονούσε η κοιλιά του και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Μέρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 301 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Κέδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συβρίτου … Dictionary of Greek
κοντό(ή)μερος — η, ο αυτός που του μένουν λίγες ημέρες ζωής, που κοντεύουν οι ημέρες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… … Dictionary of Greek
ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ανθοδόχη — Μέρος του άνθους που συνιστά το πάνω μέρος του ανθικού ποδίσκου. Έχει σχήμα κυπέλλου ή δισκίου και δέχεται τον κάλυκα, τη στεφάνη, το ανδρείο και το γυναικείο. Σε ορισμένα φυτά (φράουλα, σύκο, μήλο κ.ά.), κατά τη διάρκεια της καρποφορίας η α.… … Dictionary of Greek
μέρει — μέρος share neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέρεϊ , μέρος share neut dat sg (epic ionic) μέρος share neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)