Перевод: с русского на английский

с английского на русский

το+μέρος

  • 1 attributable fraction

    French\ \ fraction attribuable
    German\ \ zuzuschreibender Bruch
    Dutch\ \ toe te schrijven fractie
    Italian\ \ frazione attribuibile
    Spanish\ \ fracción atribuible
    Catalan\ \ -
    Portuguese\ \ fracção atribuível; fração atribuível (bra)
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ henføres fraktion
    Norwegian\ \ skyldes brøk
    Swedish\ \ hänförligt bråk
    Greek\ \ αποδοτέο μέρος
    Finnish\ \ syyosuus
    Hungarian\ \ tulajdonítható-frakció
    Turkish\ \ atfolunabilir kesir
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ -
    Slovenian\ \ pripisati del
    Polish\ \ frakcja możliwa do przypisania
    Russian\ \ доля заболеваемости (смертности; инвалидности)
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ rekja hluta
    Euskara\ \ egotzi frakzio
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ الجزء المنسوب
    Afrikaans\ \ toeskryfbare fraksie
    Chinese\ \ -
    Korean\ \ 귀속 부분

    Statistical terms > attributable fraction

  • 2 inspection lot

    French\ \ lot soumis à l'inspection
    German\ \ Prüflos; Prüfposten
    Dutch\ \ te controleren partij
    Italian\ \ lotto da collaudare
    Spanish\ \ lote de inspección
    Catalan\ \ lot d'inspeció
    Portuguese\ \ lote de inspecção; lote de inspeção (bra)
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ inspektionsparti
    Norwegian\ \ kontrollparti
    Swedish\ \ kontrollparti
    Greek\ \ μέρος επιθεώρησης
    Finnish\ \ tarkastettava erä
    Hungarian\ \ ellenõrzõ húzás
    Turkish\ \ denetim partisi; kontrol partisi
    Estonian\ \ partii
    Lithuanian\ \ apžiūros partija; kontrolės partija
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ partia kontrolowana
    Ukrainian\ \ контрольна партія
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ skoðun mikið
    Euskara\ \ ikuskatzeko asko
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ الدفعة تحت الفحص
    Afrikaans\ \ inspeksielot
    Chinese\ \ 检 验 批 量
    Korean\ \ 검사 로트

    Statistical terms > inspection lot

См. также в других словарях:

  • μέρος — share neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το 1. τμήμα ενός όλου, κομμάτι, μερίδιο: Δε συμφωνούσε με όλα τα μέρη του σχεδίου. 2. χώρα, πατρίδα, πόλη: Κατάγεται από τα μέρη μας. 3. θέση, σημείο, τόπος: Ταξίδεψε σε όλα τα μέρη του κόσμου. 4. αποχωρητήριο, τουαλέτα: Πονούσε η κοιλιά του και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Μέρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 301 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Κέδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συβρίτου …   Dictionary of Greek

  • κοντό(ή)μερος — η, ο αυτός που του μένουν λίγες ημέρες ζωής, που κοντεύουν οι ημέρες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… …   Dictionary of Greek

  • ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • ανθοδόχη — Μέρος του άνθους που συνιστά το πάνω μέρος του ανθικού ποδίσκου. Έχει σχήμα κυπέλλου ή δισκίου και δέχεται τον κάλυκα, τη στεφάνη, το ανδρείο και το γυναικείο. Σε ορισμένα φυτά (φράουλα, σύκο, μήλο κ.ά.), κατά τη διάρκεια της καρποφορίας η α.… …   Dictionary of Greek

  • μέρει — μέρος share neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέρεϊ , μέρος share neut dat sg (epic ionic) μέρος share neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»