-
1 κενό
1) blank2) gap3) vacancy4) vacuum5) voidΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κενό
-
2 κενοφροσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενοφροσύνη
-
3 κενοπονέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενοπονέω
-
4 κενόπρησις
A flatulence, Hippiatr.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενόπρησις
-
5 κενορρημοσύνη
A = κενολογία, Eust. 1151.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενορρημοσύνη
-
6 καινολογέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καινολογέω
-
7 καινοτάφια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καινοτάφια
-
8 σπεύδω
Grammatical information: v.Meaning: `to hurry, to hasten, to strive, to exert oneself', trans. `to drive, to quicken, to ply, to aspire after'.Other forms: Aor. σπεῦσαι, fut. σπεύσομαι (Il.), σπεύσω (E. a.o.), σπευσίω (Cret.), perf. ἔσπευκα (hell.), rare midd. σπεύ-δομαι (A.), pass. ἔσπευσμαι (late),Compounds: Also w. prefix, e.g. ἐπι-, κατα-, συ-. Compp., e.g. κενό-σπουδ-ος `seriously prosecuting frivolities' with - έω, - ία (hell.). -- 2. κατάσπευ-σις (: κατα-σπεύδω) f. `hurry' (Thd.; σπεῦσις Gloss.), σπευσ-τός (Phryn.), - τικός ( ἐπι-) `hurried' (Arist., Eust.).Derivatives: 1. σπουδ-ή f. `haste, zeal, labour, seriousness, good will' (Il.), with - αῐος `zealous, striving, serious, good' (IA) with - αιότης f. (Pl. Def., LXX a. o.), -ᾱξ ἀλετρίβανος H. (cf. below); - άζω ( ἐπι-, κατα-, συ- a. o.) `to be quick, to carry on seriously, etc.' (IA) with - ασμα, - ασμάτιον, - ασμός, - αστής, - αστός, - αστικός.Etymology: Through the maintenance of the ου-diphthong σπουδή proves to be an old derivation (cf. Schwyzer 347); the primary σπεύδω on the opposite has resisted any vowelchange. -- Good formal and semantic agreement shows Lith. spáusti (\< *spáud-ti), with pres. spáudžiu `press, squeeze', also `push, drive on', intr. `hutty'. A trace of the meaning `push' has also been supposed in σπούδαξ = ἀλετρίβανος, `pestle of a mortar' (*"oppressor"; Fick BB 29, 197). The inf. spáus-ti can be equated with σπεύδ-ω, but the pres. spáudžiu can as well be an old iterative IE *spoudéiō. With σπουδή agrees formally spaudà f. `pressure, literature'. Beside it with ū-vowel spūdà f. `throng, urgency, pressure' and spūdė́ti `be oppressed, thrust down, pain oneself, meddle'. With zero grade also Alb. punë `work, business', if from * spud-nā. Arm. p'oyt`, gen. p'ut`oy (o-stem) `zeal' however gives problems both in the an- and auslaut; cf. Lidén GHÅ 39 [1933]: 2, 49; also Hiersche Ten. aspiratae 237. -- Hypothetic further combinations with rich lit. in WP. 2, 659, Pok. 998 f. (esp. Szemerényi ZDMG 101, 205ff.) and Fraenkel s. spaudà; older lit. also in Bq.Page in Frisk: 2,765Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπεύδω
См. также в других словарях:
κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο … Dictionary of Greek
Κενό, Ρεϊμόν — (Raymond Queneau, Χάβρη 1903 – 1976). Γάλλος συγγραφέας. Το 1920 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει φιλοσοφία. Έλαβε μέρος στο υπερρεαλιστικό (1924 29) και σε άλλα πρωτοποριακά κινήματα, χωρίς να εγκαταλείψει τα φιλοσοφικά και επιστημονικά… … Dictionary of Greek
κενό — το κενός χώρος, χάσμα, έλλειψη: Διορίζονται χίλιοι καθηγητές για να συμπληρώσουν τα κενά που υπάρχουν στη Μέση Εκπαίδευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
γυμνό σωμάτιο — Ονομασία ενός υποθετικού και καθαρά αδρανούς σωματίου που το ξεχωρίζει από το αληθινό φυσικό σωμάτιο ντυμένο σωμάτιο. Η ονομασία αυτή έχει δοθεί κατ’ αναλογία προς το αφύσικο γυμνό κενό που διακρίνεται από το φυσικό κενό, δηλαδή τον χώρο που… … Dictionary of Greek
εκχυλίσματα — Προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, τα οποία προέρχονται από τους φλοιούς, τα ξύλα (τανικά ε.), από εξάτμιση των χυμών ή από τα διαλύματα ορισμένων ουσιών (φαρμακευτικά και θρεπτικά ε.). Τα δραστικά συστατικά που περιέχονται στα φαρμακευτικά ε … Dictionary of Greek
ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek