Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το+κενό

  • 81 пробельный

    επ.
    λευκαντικός.
    επ.
    του κενού, για κενό.

    Большой русско-греческий словарь > пробельный

  • 82 пропустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να περάσει, να διέλθει, να εισχωρήσει, να εισδύσει• επιτρέπω.
    2. εξυπηρετώ•

    столовая -ла за день тысячу людой το εστιατόριο εξυπηρέτησε για μια μέρα χίλια άτομα.

    || περνώ•

    пропустить нитку через уш-κο•

    иголки περνώ την κλωστή στην τρύπα του βελονιού.

    || διατρυπώ• διαπερνώ•

    пропустить гвоздь через доску διατρυπώ τη σανίδα με το καρφί.

    || διοχετεύω•

    пропустить воду через фильтр φιλτράρω το νερό.

    || κόβω•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή, κόβω το κρέας στην κρεατομηχανή.

    || εξετάζω, ελέγχω• περνώ• υποβάλλω•

    пропустить проект через комиссию περνώ το σχέδιο από την επιτροπή (για έλεγχο).

    3. αναμερώ (για να περάσει κάποιος)•

    женщину с ребнком κάνω μέρος να περάσει η γυναίκα με το παιδάκι.

    || επιτρέπω την είσοδο•

    пропустить в парк επιτρέπω την είσοδο στο πάρκο.

    (αθλτ.) δεν μπορώ να αποτρέψω το γκολ•

    вратарь -ил мяч в ворота ο τερματοφύλακας δε μπόρεσε να αποτρέψει το γκολ.

    4. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι πλησίον. || ξεχνώ κάτι περνώντας από κοντά. || αφήνω να μου διαφύγει η ευκαιρία.
    5. αφήνω κενό. || παρέρχομαι• παραλείπω•

    пропустить несколько страниц αφήνω μερικές σελίδες.

    || απουσιάζω•

    пропустить урок απουσιάζω από το μάθημα.

    6. (απλ.) πίνω (ποτό), κατεβάζω. || τρώγω κάτι, τσιμπώ.
    εκφρ.
    никого не пропустить – δεν αφήνω κανέναν σε ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > пропустить

  • 83 прореха

    θ.
    1. σχισμή (σε ένδυμα)• ξήλωμα. || οπή, τρύπα, άνοιγμα. || μτφ. έλλειψη, κενό• ελάττωμα, μειονέκτημα, ατέλεια.
    2. το μπροστινό άνοιγμα του παντελονιού.

    Большой русско-греческий словарь > прореха

  • 84 прорыв

    α.
    1. σπάσιμο• ρήγμα•

    прорыв фронта ρήγμα του μετώπου•

    прорыв плотины ρήγμα φράγματος.

    2. μτφ. διάλειψη• κενό• καθυστέρηση•

    прорыв в работе προσωρινό σταμάτημα της δουλειάς.

    Большой русско-греческий словарь > прорыв

  • 85 свищ

    α.
    1. κενό• κούφωμα• κούφιο μέρος• διάκενο (για στερεά σώματα).
    2. (ιατρ.) φίστουλας, συρίγγιο.

    Большой русско-греческий словарь > свищ

  • 86 торичеллиев

    -а, -о: -а пустота α) το τορικέλλιο κενό. β) μτφ. τέλεια ανυπαρξία, απόλυτη έλλειψη.

    Большой русско-греческий словарь > торичеллиев

  • 87 холостой

    επ., βρ: холост
    -а.
    1. άγαμος, ανύπαντρος, εργένης, μπεκιάρης•

    холостой мужчина ο μπεκιάρης•

    -ая жизнь εργέν ικη ζωή.

    || μόνος, μοναχός, αζευγάρωτος•

    холостой волк μονόλυκος•

    -ая утка αζευγάρωτη πάπια.

    2. βλ. холощный. || στείρος, στέρφος•

    -ая кобыла στείρα φοράδα.

    || (για φυτά)• άκαρπος.
    3. κενός•

    холостой ход λε ι-τουργεία στο κενό, χωρίς φόρτιση.

    4. (στρατ.)-άσφαιρος• εικονικός•

    -ые патроны εικονικά φυσίγγια•

    -ые снаряды εικονικά βλήματα.

    5. παλ. • άδειος, κενός, ακατοίκητος•

    -ые постройки ακατοίκητα οικήματα.

    Большой русско-греческий словарь > холостой

  • 88 яма

    θ.
    1. λάκκος• λακκούβα•

    копать -у σκάβω λάκκο•

    мусорная яма σκουπιδόλακκος, -δαριό•

    угольная яма καρβουνόλλακος (αποθήκευσης).

    || βόθρος.
    2. παλ. φυλακή υπόγεια.
    3. μτφ. το καταγώγιο.
    εκφρ.
    водяная ямаβλ. омут• воздушная яма κενό αέρα ατμόσφαιρας•
    рыть -у кому – σκάβω το λάκκο κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > яма

  • 89 acquit

    1) απουσία
    2) έλλειψη
    3) αμνησία
    4) κενό

    Dictionnaire Français-Grec > acquit

  • 90 blanc

    1) κενό
    2) χλωμός
    3) ασπράδι
    4) άσπρος
    5) λευκός
    6) λευκό
    7) άσπρο

    Dictionnaire Français-Grec > blanc

  • 91 vide

    1) κενός
    2) άδειος
    3) γυμνός
    4) κενό

    Dictionnaire Français-Grec > vide

  • 92 čistý

    1) άσπρος
    2) καθαρός
    3) κενό
    4) λευκό
    5) λευκός

    Česká-řecký slovník > čistý

  • 93 prázdný

    1) άδειος
    2) γυμνός
    3) κενό
    4) κενός

    Česká-řecký slovník > prázdný

  • 94 blank

    1) άγραφος
    2) άγραφτος
    3) κενό
    4) λευκός

    English-Greek new dictionary > blank

  • 95 gap

    1) κενό
    2) χάσμα

    English-Greek new dictionary > gap

  • 96 próżny

    1) άδειος
    2) κενό
    3) κενός
    4) ματαιόδοξος
    5) μάταιος

    Słownik polsko-grecki > próżny

  • 97 pustka

    1) έρημος
    2) κενό

    Słownik polsko-grecki > pustka

  • 98 pusty

    1) άδειος
    2) γυμνός
    3) κενό
    4) κενός
    5) κούφιος
    6) υπόκωφος

    Słownik polsko-grecki > pusty

См. также в других словарях:

  • κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο …   Dictionary of Greek

  • Κενό, Ρεϊμόν — (Raymond Queneau, Χάβρη 1903 – 1976). Γάλλος συγγραφέας. Το 1920 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει φιλοσοφία. Έλαβε μέρος στο υπερρεαλιστικό (1924 29) και σε άλλα πρωτοποριακά κινήματα, χωρίς να εγκαταλείψει τα φιλοσοφικά και επιστημονικά… …   Dictionary of Greek

  • κενό — το κενός χώρος, χάσμα, έλλειψη: Διορίζονται χίλιοι καθηγητές για να συμπληρώσουν τα κενά που υπάρχουν στη Μέση Εκπαίδευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • γυμνό σωμάτιο — Ονομασία ενός υποθετικού και καθαρά αδρανούς σωματίου που το ξεχωρίζει από το αληθινό φυσικό σωμάτιο ντυμένο σωμάτιο. Η ονομασία αυτή έχει δοθεί κατ’ αναλογία προς το αφύσικο γυμνό κενό που διακρίνεται από το φυσικό κενό, δηλαδή τον χώρο που… …   Dictionary of Greek

  • εκχυλίσματα — Προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, τα οποία προέρχονται από τους φλοιούς, τα ξύλα (τανικά ε.), από εξάτμιση των χυμών ή από τα διαλύματα ορισμένων ουσιών (φαρμακευτικά και θρεπτικά ε.). Τα δραστικά συστατικά που περιέχονται στα φαρμακευτικά ε …   Dictionary of Greek

  • ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»