Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το+καρύδι

  • 41 кадык

    α.
    το μήλο του Αδάμ, το καρύδι του λαιμού;

    Большой русско-греческий словарь > кадык

  • 42 крепкий

    επ., βρ: -пок
    -πκό, -πκο.
    1. γερός, σκληρός•

    крепкий орех σκληρό καρύδι•

    -ое дерево σκληρό ξύλο•

    -ая ткань γερό ύφασμα•

    организм γερός οργανισμός.

    || στερεός, στέρ-γιος, σταθερός, ακούνητος. || μτφ. σίγουρος• πιστός.
    2. δυνατός, ισχυρός•

    крепкий ветер σφοδρός άνεμος•

    крепкий мороз δυνατό κρύο.

    3. πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας•

    крепкий кофе βαρύς καφές•

    крепкий раствор ισχυρό διάλυμα•

    крепкий уксус δυνατό ξίδι•

    крепкий табак βαρύς καπνός•

    -ое вино δυνατό κρασί.

    εκφρ.
    - ая дисциплина – γερή πειθαρχία•
    - ие напитки – οινοπνευματώδη ποτά•
    -ое слово ή словцо – υβριστική λέξη•
    - сон – βαθύς ύπνος•
    крепок на ухо – ο βαρόκοος.

    Большой русско-греческий словарь > крепкий

  • 43 крупный

    επ., βρ: крупен, крупна, крупно;
    1. μεγάλος, χοντρός, ογκώδης•

    крупный песок χοντρός άμμος•

    крупный скот τα χοντρά ζώα•

    крупный шрифт ή почерк μεγάλα γράμματα•

    крупный лес δάσος μεγάλων δέντρων•

    -ые капли χοντρές σταγόνες•

    крупный орех μεγάλο καρύδι•

    -ые черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•

    -ая индустрия η μεγάλη βιομηχανία•

    -ые предприятия οι μεγάλες επιχειρήσεις•

    крупный талант μεγάλο ταλέντο•

    -учёный μεγάλος επιστήμονας•

    -ые деньги τα χοντρά χρήματα (ως αντώνυμο των ψιλών)•

    2. σοβαρός, σημαντικός•

    -ые успехи, достижения μεγάλες επιτυχίες, επιτεύξεις.

    εκφρ.
    - ая дрожь – μεγάλη τρεμούλα•
    крупный разговор – δυσάρεστη συνομιλία (τσούγκρισμα)•
    - ая сумма – σημαντικό (σεβαστό) χρηματικό ποσό.

    Большой русско-греческий словарь > крупный

  • 44 надколоть

    -колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σχίζω, σπάζω λίγο, μισοσχίζω, μισοσπάζω.
    2. τρυπώ λίγο κεντρίζω.
    σχίζομαι, σπάζω λίγο•

    орех -лся το καρύδι έσπασε λιγάκι•

    полено -лось το κούτσουρο σχίστηκε λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > надколоть

  • 45 разгрызть

    -ызу, -ызшь, παρλθ. χρ. разгрыз, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разгрызенный, βρ: -зен, -а, -о
    ρ.σ.μ. κατατρω-γαλίζω, καταγριτσανίζω, καταροκανιζω, κατατρώγω.
    σπάζω, θραύομαι•

    орех -ася το καρύδι έσπασε (με τα δόντια).

    Большой русско-греческий словарь > разгрызть

  • 46 расколоть

    -колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σχίζω με χτύπημα•

    расколоть дрова σχίζω καυσόξυλα.

    || σπάζω, θραύω•

    расколоть орехи σπάζω καρύδια.

    2. μτφ. διασπώ•

    расколоть единстве διασπώ την ενότητα.

    1. σχίζομαι (με χτύπημα)•

    полено -лось το κούτσουρο σχίστηκε.

    || θραύομαι, σπάζω•

    орех -лся το καρύδι έσπασε.

    2. μτφ. διασπώμαι.

    Большой русско-греческий словарь > расколоть

  • 47 расплющить

    -щу, -щишь
    ρ.σ.μ.
    1. πλατύνω με πίεση ή χτυπήματα• πλακουτσώνω•

    расплющить голов— ку заклпки πλατύνω το κεφάλι του πριτσι-νιού.

    2. συνθλίβω, σπάζω•

    расплющить орех σπάζω το καρύδι.

    || συμπιέζω, πατικώνω.
    πλατύ-νομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > расплющить

  • 48 свищеватый

    επ., βρ: -ват, -а, -о
    κενός, άδειος, κούφιος•

    свищеватый орех κούφιο καρύδι.

    Большой русско-греческий словарь > свищеватый

  • 49 червоточина

    θ.
    1. σκουληκότρυπα•

    червоточина в досках σκουληκότρυπες στα σανίδια•

    червоточина в орехе σκουληκότρυπα στο καρύδι.

    2. σκουληκοφάγωμα.
    3. μτφ. μειονέκτημα, ατέλεια, έλλειψη.

    Большой русско-греческий словарь > червоточина

См. также в других словарях:

  • καρύδι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51… …   Dictionary of Greek

  • καρύδι — το 1. ο καρπός της καρυδιάς: Φέτος οι καρυδιές δεν είχαν πολλά καρύδια. 2. η προεξοχή του λάρυγγα στο λαιμό: Θα σου στρίψω το καρύδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρύδι' — καρύ̱δια , καρύδιον small nut neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… …   Dictionary of Greek

  • ισχαδοκάρυον — ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α) επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς άδος + κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτο κάρυον, μοσχο κάρυον] …   Dictionary of Greek

  • καρυδίτσι(ν) — καρυδίτσι(ν), τὸ (Μ) μικρό καρύδι, καρυδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + μεσαιων. κατάλ. ίτσι(ν), πρβλ. κρομμωδ ίτσι(ν)] …   Dictionary of Greek

  • καρυδώνω — (Μ καρυδώ όω) [καρύδι] νεοελλ. φονεύω κάποιον στρίβοντας το καρύδι τού λαιμού του μσν. ευνουχίζω ίππο …   Dictionary of Greek

  • καρύδα — η [καρύδι] 1. ο καρπός τού κοκοφοίνικα 2. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς …   Dictionary of Greek

  • νουγκά — άκλ. είδος χαλβαδόπιτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. nougat «είδος γλυκίσματος» < προβηγκ. nougat < αρχ. προβηγκ. nogat < noga «καρύδι» < λατ. nux, nucis «καρύδι»] …   Dictionary of Greek

  • κοκκοφοίνικας — Φοινικόδεντρο της οικογένειας των φοινικιδών ή παλμιδών (μονοκοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κόκκος ο καρυοφόρος. Κατάγεται, πιθανώς, από την Ινδική χερσόνησο ή τα νησιά του Μαλαϊκού αρχιπελάγους και έχει διαδοθεί σχεδόν σε όλες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»