-
1 καρύδι
τό1) орех (грецкий);2) адамово яблоко, кадык;3) коробочка хлопка;§ κούφια καρύδια — болтовня, вздор, глупости;
αυτό είναι σκληρό καρύδι — это твёрдый орешек, это очень трудная задача;
αυτό το καρύδι δεν είναι γιά τα δόντια σου — этот орешек тебе не по зубам;
θα σού στρίψω το καρύδι — я тебе шею сверну;
κάθε καρύδιας καρύδι — каждой твари по паре (о людях)
-
2 καρύδι
[кариди] ουσ. о. грецкий орехΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καρύδι
-
3 καρύδι
[кариди] ουσ ο грецкий орех. -
4 κάθε
αντων. άκλ. каждый, всякий;κάθε άνθρωπος — каждый человек;
κάθε μέρα (φορά) — каждый день (раз), ежедневно;
κάθε πέντε μέρες — раз в пять дней, каждые пять дней;
§ κάθε πού — всякий раз, как;
κάθε τόσο — или κάθε λίγο και λιγάκι — часто, всё время;
κάθε άλλο — ничего подобного;
κάθε λογής — всякого рода;
κάθε καρυδιάς καρύδι — всякие люди, пёстрая толпа;
με κάθε θυσία — любой ценой;
κάθε τόπος και ζακόνι κάθε μαχαλάς και τάξη — погов, во всяком подворье своё поверье
-
5 καρύκι
το см. καρύδι 2, 3
См. также в других словарях:
καρύδι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51… … Dictionary of Greek
καρύδι — το 1. ο καρπός της καρυδιάς: Φέτος οι καρυδιές δεν είχαν πολλά καρύδια. 2. η προεξοχή του λάρυγγα στο λαιμό: Θα σου στρίψω το καρύδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρύδι' — καρύ̱δια , καρύδιον small nut neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… … Dictionary of Greek
ισχαδοκάρυον — ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α) επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς άδος + κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτο κάρυον, μοσχο κάρυον] … Dictionary of Greek
καρυδίτσι(ν) — καρυδίτσι(ν), τὸ (Μ) μικρό καρύδι, καρυδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + μεσαιων. κατάλ. ίτσι(ν), πρβλ. κρομμωδ ίτσι(ν)] … Dictionary of Greek
καρυδώνω — (Μ καρυδώ όω) [καρύδι] νεοελλ. φονεύω κάποιον στρίβοντας το καρύδι τού λαιμού του μσν. ευνουχίζω ίππο … Dictionary of Greek
καρύδα — η [καρύδι] 1. ο καρπός τού κοκοφοίνικα 2. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς … Dictionary of Greek
νουγκά — άκλ. είδος χαλβαδόπιτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. nougat «είδος γλυκίσματος» < προβηγκ. nougat < αρχ. προβηγκ. nogat < noga «καρύδι» < λατ. nux, nucis «καρύδι»] … Dictionary of Greek
κοκκοφοίνικας — Φοινικόδεντρο της οικογένειας των φοινικιδών ή παλμιδών (μονοκοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κόκκος ο καρυοφόρος. Κατάγεται, πιθανώς, από την Ινδική χερσόνησο ή τα νησιά του Μαλαϊκού αρχιπελάγους και έχει διαδοθεί σχεδόν σε όλες… … Dictionary of Greek