-
61 δωροφόρος
δωρο-φόρος, ον,A bringing presents, Pi.P.5.86, f.l. in Epigr. ap. Ath.5.209e ([place name] Archimelos); tributary, Euph.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροφόρος
-
62 δωρόδειπνος
δωρό-δειπνος, der eine Mahlzeit schenkt, παῖς, der die Speisen herumgibt -
63 δωροδέκτης
δωρο-δέκτης, ὁ, der gern Geschenke nimmt -
64 δωροδοκέω
δωρο-δοκέω, (1) Geschenke annehmen, bes. als Bestechung, sich bestechen lassen; πολὺ ἀργύριον, durch vieles Geld, (2) bestechen, τινά. Dah. pass., bestochen werden, sich bestechen lassen -
65 δωροδόκημα
δωρο-δόκημα, τό, angenommenes Geld, Bestechung -
66 δωροδοκηστί
δωρο-δοκηστί, durch Annehmen eines Geschenkes, durch Bestechung -
67 δωροδοκία
δωρο-δοκία, ἡ, die Annahme eines Geschenkes, Bestechlichkeit. Das Geben eines Geschenkes -
68 δωροδόκος
δωρο-δόκος, (1) Geschenke annehmend, bestechlich. (2) Geschenke gebend, bestechend -
69 δωροδότης
δωρο-δότης, ὁ, Geschenkgeber, λάϑας, heißt Bacchus -
70 δωροκοπέω
-
71 δωροκοπία
δωρο-κοπία, ἡ, Bestechung -
72 δωροληπτέω
-
73 δωρολήπτης
δωρο-λήπτης, ὁ, der Geschenke annimmt -
74 δωροληψία
δωρο-ληψία, ἡ, das Annehmen von Geschenken -
75 δωροξενίας
δωρο-ξενίας, γραφή, Klage gegen einen, der der ξενία angeklagt, die Richter bestochen hatte -
76 δωροτελέω
δωρο-τελέω, Geschenke zollen, sein Gelübde bezahlen -
77 δωροφάγος
δωρο-φάγος, Geschenke fressend, gierig nach Geschenken -
78 δωροφορέω
δωρο-φορέω, Geschenke darbringen; auch τινά, einen beschenken -
79 δωροφορία
δωρο-φορία, ἡ, das Geschenkebringen -
80 δωροφορικός
δωρο-φορικός, ή, όν, Geschenke bringend; στολή, als Geschenk dargebracht
См. также в других словарях:
δώρο — το (AM δῶρον) 1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο») 2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως) 3. προσφορές τών… … Dictionary of Greek
δώρο — το χάρισμα, προσφορά: Το αυτοκίνητο που οδηγώ είναι δώρο των γονιών μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Doro Theou — Δώρο Θεού Studio album by Katy Garbi Released June 23, 1999 … Wikipedia
Икономопулос, Никос — Никос Икономопулос Выступление в Thea Nightclub, Афины … Википедия
δωρώ — δωρῶ ( έω) (AM) (συνήθως δωρούμαι) δίνω, προσφέρω δώρο, χαρίζω («γνοὺς ἀπὸ τοῡ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ») αρχ. 1. παραχωρώ, επιτρέπω 2. (παθ. για πράγμ.) προσφέρομαι ως δώρο («μισθὸν ἀφθόνως δωρηθησόμενον») 3. (παθ. για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
χάρισμα — το, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] κάθε πνευματικό δώρο τού Θεού και, ιδίως, τού Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεά νεοελλ. 1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα») 2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο 3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
έρμαιο — το (AM ἕρμαιον) μσν. νεοελλ. οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων») νεοελλ. κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή… … Dictionary of Greek
αντιπροίκι — το (Μ ἀντιπροίκι) προγαμιαία δωρεά του γαμπρού προς τους γονείς της νύφης, ως αντάλλαγμα για την προίκα που θα πάρει («συ που χεις κάλλη για προικιά και χάρες γι αντιπροίκια», Γρυπάρης) νεοελλ. 1. δώρο ή δωρεά του γαμπρού προς τη νύφη πριν από… … Dictionary of Greek
δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση … Dictionary of Greek