-
121 космос
-а α.το διάστημα, το σύμπαν. -
122 межбровье
-я ουδ.το διάστημα μεταξύ των φρυδιών. -
123 межпланетный
επ.διαπλανητικός•-ое пространство διαπλανητικό διάστημα•
-ая станция διαπλανητικός σταθμός•
межпланетный полёт διαπλανητική πτήση.
-
124 мировой
мировой 1επ.1. του σύμπαντος•-ое пространство το διάστημα.
2. παγκόσμιος•-ая карта ο παγκόσμιος χάρτης•
-ая война παγκόσμιος πόλεμος•
в -ом маcштабе σε διεθνή κλίμακα.
3. εξαιρετικός, άριστος, θαυμάσιος, υπέροχος•-ая вещь υπέροχο πράγμα.
εκφρ.- ая скорбь – παλ. γενική απαισιοδοξία (σε λογοτεχνικό έργο).мировой 2επ.1. εξώδικος, χωρίς δικαστήριο, ειρηνικός•-ая сделка ειρηνική διευθέτηση ή συμφωνία.
2. ουσ. α. ειρηνοδίκης.3. ουσ. θ. -ая ειρηνική διευθέτηση, ειρηνικός διακανονισμός•предлагать -ую προτείνω ειρηνική λύση•
пойти на -ую δέχομαι ειρηνικό διακανονισμό•
подписать -ую υπογράφω ειρηνικό διακανονισμό.
εκφρ.мировой посредник – ειρηνευτής, ειρηνοποιός•мировой судья – βλ. 2 σημ. мировой суд ειρηνοδικείο. -
125 навоевать
-воюю, -воюешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навованный, βρ: -ван, -а, -оαποκτώ με τον πόλεμο. || μάχομαι (για ένα χρ. |διάστημα).μάχομαι, πολεμώ αρκετά κουράζομαι μαχόμενος. -
126 нажужжать
-жжу, -жжишьρ.σ.1. βομβώ, βουίζω, ζουζουνίζω (για ένα χρονικό διάστημα).2. μτφ. πολυλογώ, φλυαρώ. -
127 недолгий
επ., βρ: -долог, -долга, -долго; μικρός, κοντός, σύντομος, βραχύς•-ое время σύντομο χρονικό διάστημα•
после -ого колебания ύστερα από μικρή ταλάντευση.
-
128 непродолжительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оμικρής διάρκειας- λιγόχρονος, βραχυχρόνιος, σύντομος•непродолжительный отпуск άδεια μικρής διάρκειας•
в течение -ого времени σε σύντομο χρονικό διάστημα•
-ое счастье εφήμερη ευτυχία.
См. также в других словарях:
διάστημα — interval neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek
διάστημα — το 1. απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία του τόπου: Έχασα το πορτοφόλι μου στο διάστημα από το σπίτι στο σχολείο. 2. απόσταση χρονική: Δεν εργάστηκε για μεγάλο διάστημα. 3. ο αχανής χώρος πέρα από την ατμόσφαιρα της γης: Γίνονται πια πολλά ταξίδια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Συνθήκη για το Εξώτερο Διάστημα — Ο πλήρης τίτλος της είναι Συνθήκη για τις Αρχές που διέπουν τις Δραστηριότητες Κρατών στην Εξερεύνηση και Χρήση του Εξώτερου Διαστήματος, της Σελήνης και Άλλων Ουρανίων Σωμάτων. Πρόκειται για διεθνή συνθήκη που εγκρίθηκε από την 21η σύνοδο της… … Dictionary of Greek
διάστημ' — διάστημα , διάστημα interval neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοπαγετώδεις εποχές — Διάστημα γεωλογικού χρόνου, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο παγετωνικές περιόδους. Στη διάρκειά τους παρατηρείται αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της επιφάνειας της Γης, τήξη των πάγων και άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η οποία συνεπάγεται… … Dictionary of Greek
διαστημάτεσσι — διάστημα interval neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστημάτων — διάστημα interval neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστήμασι — διάστημα interval neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστήμασιν — διάστημα interval neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστήματα — διάστημα interval neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)