-
1 διαστημα
- ατος τό1) расстояние, промежуток(συμπληροῦσθαι τὰ διαστήματα Plat.; τὸ τῶν ἄστρων δ. πρὸς τέν γῆν Arst.; τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων δ. Plut.)
2) протяжение, длина(τῶν γραμμῶν Arst.)
3) объем(ἀγγεῖον ἔχει δ. μέγα Arst.)
4) мат. измерение(ὅ τόπος ἔχει διαστήματα τρία Arst.)
5) промежуток времени(τετραετές Polyb.)
δ. ἥ πληγέ οὐκ ἔχουσα Plut. — непрерывно следующие друг за другом удары6) длительность(πᾶν ἀνθρωπίνου βίου δ. Plut.)
7) муз. интервал(τῆς φωνῆς Plat.; τονιαῖον Arst.)
8) лог. связь между субъектом и предикатом, т.е. посылка(δ. κατηγορικόν Arst.)
-
2 διάστημα
τό1) промежуток, период (времени);χρονικό διάστημα — срок, промежуток времени;
διάστημα ενός χρόνου — годичный срок;
σε διάστημα... — или κατά το διάστημα... — или εν διαστήματι... — в течение, в продолжение...;
σε σύντομο διάστημα — за короткий срок;
κατά διάστήματα — время от времени;
2) интервал, промежуток, пространство; расстояние;3) космос, космическое пространство;πτήση στο διάστημα — космический полёт;
η εξερεύνηση τού διάστήματος — изучение, освоение космоса;
4) муз. интервал;5) полигр, шпация;βάλλω διάστήματα — отбивать шпациями
-
3 διάστημα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διάστημα
-
4 διάστημα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διάστημα
-
5 διάστημα
промежуток, интервал, длительность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διάστημα
-
6 διάστημα
[дьястима] ουσ. о. расстояние, интерваз, промежуток времени,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάστημα
-
7 διάστημα
[дьястима] ουσ ο расстояние, интерваз, промежуток времени. -
8 ακαθεκτεομαι
не быть занятымδιάστημα ἀκαθεκτούμενον ὑπὸ σώματος Sext. — промежуток, не заполненный телом
-
9 διδακτυλιαιος
-
10 διτονος
-
11 ημιπηχυς
-
12 ξυμπληροω
1) заполнять(τὸ διάστημα Plat.; τὸ μεταξύ τινος Arst.)
ἔρανον κοινὸν σ. Plut. — устраивать складчину2) составлять, образовывать3) комплектовать людьми, полностью снаряжать(ναῦς Thuc.)
4) совместно снаряжатьσ. τινι τὰς νέας Her. — вместе с кем-л. снаряжать суда
5) pass. быть заливаемым волнами(σ. καὴ κινδυνεύειν NT.)
6) pass. ( о времени) наступатьἐν τῷ σ. τέν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς NT. — с наступлением дня Пятидесятницы
-
13 ξυναιρεω
(fut. συνήσω и συνελῶ, aor. συνεῖλον - эп. 3 л. sing. σύνελεν)1) схватывать, собирать(χλαῖναν καὴ κώεα Hom.)
2) охватывать, поражать(πάντα ξυνῄρει, sc. τὸ νόσημα Thuc.)
3) постигать, обнимать(τὸ πρᾶγμα λογισμῷ Plut.)
4) сочетать, объединять, сводитьξυνελὼν λέγω Thuc. — в общем и целом, говорю я;τὸ συνῃρημένον Arst. — связное целое5) суживать, тж. сокращать, ограничивать(τὸν περίβολον τῆς πόλεως Polyb.)
6) выхватывать, разбивать, уничтожать(ἀμφοτέρας ὀφρῦς Hom.; τὰς ἀσπίδας Diod.)
7) захватывать, завладевать, завоевывать(Σύβαριν Her.)
ξυνελεῖν τινι τὰ ἐπὴ Θρᾴκης χωρία Thuc. — совместно с кем-л. захватить фракийские области8) приводить к концу, заканчивать(πόλεμον, πολιορκίαν Plut.)
τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων διάστημα σ. Plut. — преодолевать расстояние между материками -
14 συμπληροω
1) заполнять(τὸ διάστημα Plat.; τὸ μεταξύ τινος Arst.)
ἔρανον κοινὸν σ. Plut. — устраивать складчину2) составлять, образовывать3) комплектовать людьми, полностью снаряжать(ναῦς Thuc.)
4) совместно снаряжатьσ. τινι τὰς νέας Her. — вместе с кем-л. снаряжать суда
5) pass. быть заливаемым волнами(σ. καὴ κινδυνεύειν NT.)
6) pass. ( о времени) наступатьἐν τῷ σ. τέν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς NT. — с наступлением дня Пятидесятницы
-
15 συναιρεω
(fut. συνήσω и συνελῶ, aor. συνεῖλον - эп. 3 л. sing. σύνελεν)1) схватывать, собирать(χλαῖναν καὴ κώεα Hom.)
2) охватывать, поражать(πάντα ξυνῄρει, sc. τὸ νόσημα Thuc.)
3) постигать, обнимать(τὸ πρᾶγμα λογισμῷ Plut.)
4) сочетать, объединять, сводитьξυνελὼν λέγω Thuc. — в общем и целом, говорю я;τὸ συνῃρημένον Arst. — связное целое5) суживать, тж. сокращать, ограничивать(τὸν περίβολον τῆς πόλεως Polyb.)
6) выхватывать, разбивать, уничтожать(ἀμφοτέρας ὀφρῦς Hom.; τὰς ἀσπίδας Diod.)
7) захватывать, завладевать, завоевывать(Σύβαριν Her.)
ξυνελεῖν τινι τὰ ἐπὴ Θρᾴκης χωρία Thuc. — совместно с кем-л. захватить фракийские области8) приводить к концу, заканчивать(πόλεμον, πολιορκίαν Plut.)
τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων διάστημα σ. Plut. — преодолевать расстояние между материками -
16 τετραετης
-
17 τετραετης...
τετραετής...τετραέτης, τετρᾰετής2четырехлетний(τὰ παιδία, χρόνος Her.; διάστημα Polyb.)
-
18 τονιαιον
τό (sc. διάστημα) интервал в один тон Plut. -
19 αχανής
ης, ες1) зияющий, бездонный; относящийся к бездне, пропасти; 2) необъятный, необозримый, беспредельный, бесконечный; безбрежный;αχανές διάστημα — необъятная ширь, необозримое пространство
-
20 κοντινός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διάστημα — interval neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek
διάστημα — το 1. απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία του τόπου: Έχασα το πορτοφόλι μου στο διάστημα από το σπίτι στο σχολείο. 2. απόσταση χρονική: Δεν εργάστηκε για μεγάλο διάστημα. 3. ο αχανής χώρος πέρα από την ατμόσφαιρα της γης: Γίνονται πια πολλά ταξίδια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Συνθήκη για το Εξώτερο Διάστημα — Ο πλήρης τίτλος της είναι Συνθήκη για τις Αρχές που διέπουν τις Δραστηριότητες Κρατών στην Εξερεύνηση και Χρήση του Εξώτερου Διαστήματος, της Σελήνης και Άλλων Ουρανίων Σωμάτων. Πρόκειται για διεθνή συνθήκη που εγκρίθηκε από την 21η σύνοδο της… … Dictionary of Greek
διάστημ' — διάστημα , διάστημα interval neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοπαγετώδεις εποχές — Διάστημα γεωλογικού χρόνου, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο παγετωνικές περιόδους. Στη διάρκειά τους παρατηρείται αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της επιφάνειας της Γης, τήξη των πάγων και άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η οποία συνεπάγεται… … Dictionary of Greek
διαστημάτεσσι — διάστημα interval neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστημάτων — διάστημα interval neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστήμασι — διάστημα interval neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστήμασιν — διάστημα interval neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστήματα — διάστημα interval neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)