Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το+έγγραφο

  • 61 дата

    θ.
    ημερομηνία, χρονολογία•

    зна-менительная дата χρονολογία μεγάλης σημασίας•

    поставить -у на документе βάζω ημερομηνία στο έγγραφο.

    Большой русско-греческий словарь > дата

  • 62 деловой

    επ.
    1. της υπόθεσης,των υπηρεσιακών υποθέσεων, της υπηρεσιακής δουλειάς, υπηρεσιακός•

    -ое письмо υπηρεσιακό έγγραφο•

    -ые связи υπηρεσιακές ή εμπορικές σχέσεις• -όβ•

    разговор συνομιλία υπηρεσιακών υποθέσεων•

    -день- υπηρεσιακή μέρα•

    -ое время ώρα, χρόνος δουλειάς•

    -ая поездка ταξίδι υπηρεσιακού χαρακτήρα.

    || πραχτικός•

    -ое обсуждение πραχτική συζήτηση•

    -ое руководство πραχτική καθοδήγηση.

    2. έμπειρος, γνώστης. || πολυάσχολος, πολυμέριμνος. || εμπορικός•

    -ые круги εμπορικοί κύκλοι.

    3. χρήσιμος• εύχρηστος.

    Большой русско-греческий словарь > деловой

  • 63 диплом

    α.
    δίπλωμα, πτυχίο, πιστοποιητικό σπουδών. || δίπλωμα αξιώματος, ευρεσιτεχνίας κλπ., προνομιακό έγγραφο.

    Большой русско-греческий словарь > диплом

  • 64 доверительный

    επ.
    1. εμπιστευτικός, εμπιστεύσιμος.
    2. παλ. μυστικός, απόρρητος•

    -ое письмо εμπιστευτικό έγγραφο.

    3. παλ. εξουσιοδοτικός, της εξουσιοδότησης•

    доверительный документ εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα (έγγραφη).

    Большой русско-греческий словарь > доверительный

  • 65 документальный

    επ.
    έγγραφος, εγγραφικός•

    -ые данные έγγραφα στοιχεία.

    || ακριβής (σαν το έγγραφο)•

    -ая точность μεγάλη ακριβολογία•

    документальный фильм φι,λμ ντοκυμαντέρ.

    Большой русско-греческий словарь > документальный

  • 66 жалованный

    επ.
    1. δωρισμένος (δοσμένος ή παρϋένος ως δώρο).
    2. παλ. βραβευμένος.
    εκφρ.
    - ая граммотаπαλ. προνομιακό έγγραφο.

    Большой русско-греческий словарь > жалованный

  • 67 журнал

    α.
    1. περιοδικό• επιθεώρηση• „Наука и жизнь" το περιοδικό „Επιστήμη και ζωή"• журнал мод περιοδικό μόδας (φιγουρίνι)•

    направление -а το χρώμα (τάση) του περιοδικού.

    2. κατάλογος, πίνακας, βιβλίο εγγραφής•

    школьный журнал ο σχολικός κατάλογος•

    судовой журнал ημερολόγιο πλοίου•

    - заседаний πρακτικό συνεδριάσεων. || πρωτόκολλο•

    журнал входящих πρωτόκολλο εισερχομένων (εγγράφων)•

    занести в -καταγράφω έγγραφο, πρωτοκολλώ.

    Большой русско-греческий словарь > журнал

  • 68 закладной

    επ.
    της υποθήκης. || ως ουσ. -ая θ. έγγραφο υποθήκης.

    Большой русско-греческий словарь > закладной

  • 69 заключение

    ουδ.
    1. έγκλειση, κλείσιμο•

    заключение в скобки κλείσιμο σε παρένθεση.

    2. φυλάκιση, εγκάθειρξη•

    заключение под страж φυλάκιση με σκοπό (φύλακα)•

    подвергать -ю φυλακίζω, βάζω φυλακή•

    приговорить к -ю καταδικάζω σε φυλάκιση•

    тюремное заключение φυλάκιση, εγκάθειρξη•

    пожизненное заключение ισόβια δεσμά•

    одиночное заключение εγκάθειρξη στο απομονωτηριο•

    предварительное προφυλάκιση.

    3. συμπέρασμα, πόρισμα, εξαγόμενο•

    прийти к заключению καταλήγω, (φτάνω) στο συμπέρασμα•

    заключение экспертизы (ή экспертов) πόρισμα των εμπειρογνωμώνων•

    обвинительное (νομ.) κατηγορητήριο έγγραφο.

    4. τέλος, κατακλείδα, φινάλε• ακροτελεύτιο•

    в заключение στο τέλος, στην κατακλείδα, τελειώνοντας.

    || σύναψη•

    заключение мира σύναψη ειρήνης•

    заключение договора σύναψη συνθήκης.

    Большой русско-греческий словарь > заключение

  • 70 законный

    επ., βρ: -конен, -конна, -конно.
    1. νόμιμος, έννομος•

    законный наследник νόμιμος κληρονόμος•

    -ые формы борьбы νόμιμες μορφές πάλης•

    -ые притязания νόμιμες διεκδικήσεις•

    на -ом основании σε νόμιμη βάση•

    -ым путем με τη νόμιμη οδό•

    -ая власть νόμιμη εξουσία.

    || έγκυρος•

    законный документ έγκυρο έγγραφο.

    2. δίκαιος, σωστός, δικαιολογημένος•

    -ое возмущение δικαιολογημένη αγανάκτηση•

    -ая гордость δίκαια περηφάνεια•

    -ое недоумение δικαιολογημένη αμηχανία.

    εκφρ.
    законный брак – νόμομος γάμος.

    Большой русско-греческий словарь > законный

  • 71 запись

    θ.
    1. γραφή, γράψιμο.
    2. εγγραφή.
    3. καταγραφή.
    4. σημείωση.
    5. παλ. διαθήκη, γραπτή κληροδότηση• επίσημο έγγραφο.

    Большой русско-греческий словарь > запись

  • 72 исходящий

    επ. από μτχ.
    εξερχόμενος | (για έγγραφα κλπ. υπηρεσιακού χαρακτήρα)•

    исходящий номер αριθμός εξερχόμενου (εγγράφου).

    ουσ. θ. -ая εξερχόμενο έγγραφο.

    Большой русско-греческий словарь > исходящий

  • 73 командировка

    θ.
    1. βλ. командирование.
    2. αποστολή μακριά (για εκτέλεση υπηρεσίας).
    3. πιστοποιητικό έγγραφο απεσταλμένου.

    Большой русско-греческий словарь > командировка

  • 74 крепостной

    επ.
    1. δουλοκτητικός•

    -ые отношения δουλοκτητικές σχέσεις•

    -ое хозяйство δουλοκτητικό νοικοκυριό.

    2. πού ανήκει στο δουλοκτήτη•

    -ые крестьяне δουλοπάροικοι αγρότες.

    || ουσ. крепостной, -ая δουλοπάροικος, -η.
    επ.
    του φρουρίου, του κάστρου•

    -ая башня πύργος (παρατηρητήριο) του φρουρίου.

    επ.
    της αγοραπωλησίας•

    крепостной акт πράξη αγοραπωλησίας (έγγραφο).

    Большой русско-греческий словарь > крепостной

  • 75 крепость

    θ.
    1. στερεότητα, αντοχή.
    2. δύναμη, ισχύς. || ρώμη• ακμή.
    3. μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα.
    θ.
    φρούριο, κάστρο.
    εκφρ.
    летающая крепость – ιπτάμενο φρούριο.
    θ. παλ. έγγραφο αγοραπωλησίας•

    купчая крепость πωλητήριο.

    θ.
    η δουλοπαροικία.

    Большой русско-греческий словарь > крепость

  • 76 литер

    α.
    έγγραφο δωρεάν διακίνησης σε μεταφορικά μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > литер

  • 77 направление

    ουδ.
    1. κατεύθυνση αποστολή• υποβολή• (κατευθυντήρια): γραμμή πορεία•

    направление главного удара κατεύθυνση του κύριου χτυπήματος•

    направление ветра κατεύθυνση ανέμου•

    в неизвестном -и σε άγνωστη κατεύθυνση•

    менять направление αλλάζω κατεύθυνση.

    2. ροπή• ρους τροπή, (μετά)στροφή. || ρεύμα, τάση•

    либеральное направление φιλελεύθερο ρεύμα•

    реалистическое в искусстве η ρεαλιστική κατεύθυνση στην ίΡεχνη•

    направление журнала η τάση του περιοδικού.

    3. (στρατ.) τομέας του μετώπου•

    на южном -и фронта без перемен στο νότιο τμήμα του μετώπου αμετάβλητη η κατάσταση.

    4. έγγραφο διορισμού, διορισμός φύλλο πορείας, δικαίωμα εισόδου•

    получить направление παίρνω διορισμό•

    направление в дом отдыха φύλλο πορείας για το σπίτι ανάπαυσης.

    Большой русско-греческий словарь > направление

  • 78 наряд

    α.
    στολή, ενδυμασία (επίσημη ή γιορτινή)• κοστούμι.
    α.
    1. διαταγή, εντολή εκτέλεσης εργασίας. || έγγραφο (εκτέλεσης εργασίας ή πληρωμής). || διατακτική.
    2. (στρατ.) υπηρεσία, εργασία, αγγαρεία. || (στρατ.) τμήμα υπηρεσίας ή αγγαρείας.

    Большой русско-греческий словарь > наряд

  • 79 отпускная

    -би θ. απελευθερωτήριο (έγγραφο απελευθερίας δούλου).

    Большой русско-греческий словарь > отпускная

  • 80 официальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    επίσημος•

    -ое сообшние επίσημη ανακοίνωση•

    -ое лицо επίσημο πρόσωπο•

    официальный документ επίσημο έγγραφο•

    -ое приглашение επίσημη πρόσκληση.

    || μτφ. τυπικός, για τον τύπο (όχι ολόψυχα, ολόκαρδα)• κρύος, ψυχρός•

    -ые собо-лзнованил τυπικά συλλυπητήρια.

    Большой русско-греческий словарь > официальный

См. также в других словарях:

  • έγγραφο — το γραπτή διατύπωση πράξης σύμφωνα με καθορισμένο τύπο, με την οποία ανακοινώνεται ή βεβαιώνεται ή διατάζεται ή αποδείχνεται κάτι: Δημόσιο έγγραφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγγραφο — το (AM ἔγγραφον) βλ. έγγραφος …   Dictionary of Greek

  • συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… …   Dictionary of Greek

  • βιογραφικό σημείωμα — Έγγραφο για επαγγελματική χρήση, στο οποίο αναγράφονται βασικές πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Συντάκτης του είναι συνήθως ο ίδιος ο βιογραφούμενος, ο οποίος και το απευθύνει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που του το έχει ζητήσει για… …   Dictionary of Greek

  • έγγραφος — η, ο (AM ἔγγραφος, ον) 1. γραμμένος, γραπτός («έγγραφη βεβαίωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο(ν) γραπτή διατύπωση πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι νεοελλ. φρ. α) «δημόσιο έγγραφο» αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια… …   Dictionary of Greek

  • δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») …   Dictionary of Greek

  • ντοκουμέντο — το 1. έγγραφο ή αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιείται ως απόδειξη ή ιστορική πηγή ή για να δώσει έγκυρες πληροφορίες για ένα γεγονός ή έναν ισχυρισμό, τεκμήριο, αποδεικτικό στοιχείο («ιστορικά ντοκουμέντα») 2. επίσημο έγγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • βεβαίωση — Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος. Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης… …   Dictionary of Greek

  • δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… …   Dictionary of Greek

  • διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»