Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το+άλογο

  • 61 вороной

    [βαρανόϊ] επ καράς (άλογο)

    Русско-эллинский словарь > вороной

  • 62 гнедой

    [γκνητΜ] εκ ντορής (άλογο)

    Русско-эллинский словарь > гнедой

  • 63 дыбом

    [ντύμπαμ] επίρ στα πίσω πόδια (για άλογο), από ταραχή

    Русско-эллинский словарь > дыбом

  • 64 конь

    [κόν'] ουσ α άλογο

    Русско-эллинский словарь > конь

  • 65 лошадь

    [λόσατ"] ουσ θ άλογο

    Русско-эллинский словарь > лошадь

  • 66 арабский

    επ.
    αραβικός•

    -ая лошадь αραβικό άλογο•

    -и е цифры αραβικοί αριθμοί.

    Большой русско-греческий словарь > арабский

  • 67 барьер

    α.
    1. κυρλξ. κ. μτφ. εμπόδιο•

    лошадь свободно взяла барьер το άλογο εύκολα πήδηξε το εμπόδιο.

    2. φράγμα, -ός.
    3. παλ. γραμμή μονομαχίας.

    Большой русско-греческий словарь > барьер

  • 68 беговой

    επ.
    δρομικός, του δρόμου, του τρεξίματος• ιπποδρομικός, της κούρσας•

    -ая дорожка διάδρομος στίβου•

    -ая лошадь ο δρομικός ίππος, άλογο κούρσας.

    Большой русско-греческий словарь > беговой

  • 69 бежать

    бегу, бежишь, бегут, ρ.δ.,
    1. τρέχω•

    лошадь -ла рысью το άλογο έτρεχε τροχ.

    2. κινούμαι γρήγορα•

    секундная стрелка -ит ο λεπτοδείχτης τρέχει•

    облака бегут τα σύννεφα κινούνται γρήγορα.

    || χύνομαι, ρέω•

    вода -ит из крана το νερό τρέχει από την κάνουλα.

    || κυκλοφορώ•

    кровь бежит по жилам το αίμα ρέει στις φλέβες.

    3. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    время -ит незаметно, ο καιρός περνά χωρίο να το κατάλαβαίνόμε•

    годы -ут τα χρόνια περνούν.

    4. εκτείνομαι (για οδό, μονοπάτι κ.τ.τ.).
    5. φεύγω, το σκάζω, σώζομαι με τη φυγή• υποχωρώ εσπευσμένα. || φεύγω κρυφά, δραπετεύω. || αποφεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > бежать

  • 70 битюг

    α.
    μεγαλόσωμο άλογο δουλιάς.

    Большой русско-греческий словарь > битюг

  • 71 боевой

    επ.
    1. μαχητικός, πολεμικός, στρατιωτικός•

    -ая готовность στρατιωτική ετοιμότητα•

    -ое задание στρατιωτική αποστολή•

    -опыт η πολεμική πείρα•

    -ая тревога πολεμικός συναγερμός•

    боевой порядок войск η μαχητική διάταξη των στρατευμάτων•

    -ая подготовка войск στρατιωτική (μαχητική) προετοιμασία των στρατευμάτων•

    -ая единица μονάδα μάχης(η ομάδα)•

    боевой конь μαχητικό άλογο•

    боевой патрон το φυσίγγι•

    -ые припасы τα πολεμοφόδια•

    -ая задача αποστολή μάχης•

    -ая заслуга πολεμική εξαιρετική υπηρεσία•

    боевой товарищ συμμαχητής, συμπολεμιστής•

    -ая мощь στρατιωτική ισχύς•

    -ые действия πολεμικές επιχειρήσεις.

    2. πολεμικός, φιλοπόλεμος, αρειμάνιος•

    боевой дух πολεμικό πνεύμα.

    3. αγωνιστικός.

    Большой русско-греческий словарь > боевой

  • 72 брыкать

    ρ.δ.
    κλοτσώ, λακτίζω, πτερνίζω, τσινώ. || σηκώνω, υψώνω με τα πόδια•

    лошадь -ет пыль το άλογο σηκώνει σκόνη.

    αλληλολακτίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > брыкать

  • 73 брыкливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    (απλ.) ταινιάρης, τσινιάρικος•

    брыкливый конь τοινιάρικο άλογο.

    Большой русско-греческий словарь > брыкливый

  • 74 буланый

    επ.
    (για άλογο) ζανθότριχος•

    конь ο αλιτζές.

    Большой русско-греческий словарь > буланый

  • 75 бурый

    επ., βρ: бур, -а, -о
    φαιός, σκούρος• τεφρός, σταχής, γκρίζος. || βαθυκαστανόχρωμος•

    бурый конь ο ντορής (άλογο).

    εκφρ.
    бурый уголь – ο λιγνίτης τυρφολιγνίτης•
    бурый медведь – η καστανόχρωμη αρκούδα.

    Большой русско-греческий словарь > бурый

  • 76 ввести

    введу, введешь, παρλθ. χρ. ввел, ввела, ввело, μτχ. παρλθ. χρ. введший, παθ. μτχ. παρλθ.. χρ. введенный, вр:-ден, -дена, -дено, ρ.σ.μ.
    1. εισάγω, μπάζω, βάζω μέσα, εμβάζω•

    ввести лошадь в конюшню βάζω το άλογο στο σταυλο•

    ввести судно в гавань μπάζω το σκάφος στο λιμάνι.

    || ανεβάζω•

    ввести на возвышение ανεβάζω στο ύψωμα•

    ввести на лестницу ανεβάζω στη σκάλα.

    || οδηγώ, τραβώ, έλκω•

    ввести в заблуждение οδηγώ σε παραπλάνηση, παραπλανώ.

    2. φέρνω• γνωρίζω•

    ввести друга в литературный кружок γνωρίζω το φίλο με το λογοτεχνικό όμιλο.

    3. καθιερώνω, βάζω•

    ввести пошлины на ввоз товаров καθιερώνω δασμούς στην εισαγωγή εμπορευμάτων.

    || θέτω, βάζω•

    ввести в употребление βάζω σε χρήση•

    ввести в действие θέτω σε ισχύ.

    εκφρ.
    ввести во владение ή в наследство – μεταβιβάζω την κυριότητα ή την κληρονομιά.
    εισάγομαι• μπαίνω σε χρήση• καθιερώνομαι•

    это -лось в обычай αυτό έγινε συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > ввести

  • 77 верх

    -а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. κορυφή•

    -и снежных гор οι κορυφές τών χιονισμένων βουνών•

    -и деревьев οι κορυφές των δέντρων•

    забраться на самый верх σκαρφαλώνω ως την κορυφή.

    2. επιστέγασμα οχήματος•

    поднять верх во время дождя σηκώνω την τέντα όταν βρέχει.

    3. πρόσοψη, φάτσα, η όρθα (υφάσματος).
    4. ο άνω ρους του ποταμού.
    5. πλθ.μτφ. οι κορυφές, οι καθοδηγητές•

    совещание в -ах σύσκεψη κορυφών.

    6. επίρ. υπεράνω, άνω, πάνω, υπέρ•

    верх совершенства παραπάνω από τέλειο.

    7. πλθ. -и οι ψηλές μουσικές νότες ή φωνές.
    8. με μερικά ρ. μαζί προσδίδεισ’ αυτά υπέρτερη σημασία•

    одержать верх υπερνικώ, υπερτερώ.

    9. πλθ. -и το επιφανειακό, το εξωτερικό μέρος•

    усвоить лишь -и αφομοιώνω επιπόλαια, επιφανειακά.

    εκφρ.
    брать (взять) верх – υπερέχω, υπερτερώ•
    быть на -у блаженства – είμαι υπερευτυχής•
    под верх – για ιππασία, της καβάλας•
    лошадь под верх – άλογο της καβάλας.

    Большой русско-греческий словарь > верх

  • 78 взвезти

    -взвезу, взвезешь, παρλθ. χρ. взвез, взвезла, -ло, παθ. μτχ. взвезенный ρ.σ.μ.
    ανεβάζω, υψώνω•

    лошадь -ет его на гору το άλογο θα τον ανεβάσει στο βουνό.

    Большой русско-греческий словарь > взвезти

  • 79 взмыленный

    επ. από μτχ.
    κάθιδρος, αφρισμένος (για άλογο).

    Большой русско-греческий словарь > взмыленный

  • 80 взмылить

    ρ.σ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ленный, βρ: -лен, -а, -о
    1. αφρίζω, κάνω να αφρίσει κάτι.
    2. (για άλογο) κάνω να ιδροκοπήσει, να αφρίσει.
    αφρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > взмылить

См. также в других словарях:

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — το θηλαστικό ζώο, ο ίππος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • μόνιππος — η, ο (ΑΜ μόνιππος ον) νεοελλ. 1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο 2. το ουδ. ως ουσ. το μόνιππο άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό μόνιππος άλογο ελεύθερο το οποίο τρέχει χωρίς άρμα σε ιπποδρομία 2.… …   Dictionary of Greek

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • αλογήσιος — ια, ιο [άλογο] τού αλόγου, αυτός που ανήκει στο άλογο ή προέρχεται από αυτό, «αλογήσιο κρέας» επίρρ. αλογήσια όπως ταιριάζει σε άλογο …   Dictionary of Greek

  • αλογοσέρνω — 1. σέρνω κάποιον δεμένο στην ουρά αλόγου, ώστε να σκοτωθεί 2. σέρνω κάποιον επάνω στο έδαφος, όπως το άλογο τον καβαλάρη του που έπεσε 3. οδηγώ άλογο σε φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σέρνω] …   Dictionary of Greek

  • αλόγα — Μικρό νησί στον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου κοντά στα ακρωτήρια Σαγάδρα και Καλογεράκι. Έχει μήκος περίπου 1.200 μ. και πλάτος γύρω στα 300 μ. Καθορίζει δύο από τα τρία στόμια του λιμανιού του Μούδρου, το μεσαίο και το δυτικό, προς τον Μαύρο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»