-
1 καταξιωσις
-
2 λαχος
1) удел, судьба(κλεινόν Soph.)
2) часть, доля(τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων Aesch.)
3) часть, отряд(τὸ τοῦ στρατηγοῦ λ. Xen.)
4) смена, очередь(ἐν τῷ τρίτῳ λάχει Aesch.)
-
3 μοναρχια
ион. μουναρχίη ἥ1) единодержавие, единовластие, монархия(λαβεὴν χώρας μοναρχίαν Soph.)
2) верховная власть, единоначалие(τοῦ στρατηγοῦ Xen.)
-
4 θανατος
(θᾰ) ὅ1) смерть(ἐν τῇ ζωῇ καὴ ἐν πᾶσι θανάτοις Plat.; γένεσις καὴ θ. Arst.; θ. αἰφνίδιος Plut.)
θανέειν οἰκτίστῳ θανάτῳ Hom. — умереть самой жалкой смертью;στρατηγοῦ θάνατον ἀποθνῄσκειν Plut. — умереть смертью полководца;θ. τάδ΄ ἀκούειν Soph. — слышать это - смерти подобно (ср. «горше смерти»);ἥ πληγέ τοῦ θανάτου NT. — смертельная рана;χώρα καὴ σκιὰ θανάτου NT. = ὅ ᾅδης2) умерщвление, убийство(δεσποτῶν Aesch.; οἱ ἐν τῷ φανερῷ θάνατοι Arst.)
ἐπίκουρος ἀδήλων θανάτων Soph. — мститель за неведомо кем совершенное убийство (Лаия);θάνατοι αὐθένται Aesch. — убийство близких3) смертный приговор, казньπολλῶν θανάτων ἄξιος Dem. — достойный тысячи казней;
περὴ θανάτου διώκειν Xen. — преследовать по обвинению, грозящему смертной казнью;θανάτου χρίνεσθαι Thuc. — быть под судом по делу, угрожающему смертным приговором;(κατα)δεῖν τέν ἐπὴ θανάτῳ (sc. δέσιν) Her. — связать для ведения на казнь;4) мертвец, труп
См. также в других словарях:
Μάρνη, μάχη του- — Με αυτή την ονομασία χαρακτηρίζεται η μάχη που έλαβε χώρα κοντά στον ποταμό Μάρνη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου. Διεξήχθη από τις 6 έως 9 Σεπτεμβρίου 1914 και στάθηκε καθοριστική, καθώς ανέκοψε την προέλαση των Γερμανών σε απόσταση… … Dictionary of Greek
Κούνερσντορφ, μάχη του- — Μάχη που οφείλει την ονομασία της στο ομώνυμο γερμανικό χωριό, που βρίσκεται ανατολικά της Φρανκφούρτης επί του Όντερ. Η μάχη αυτή, που έγινε στις 12 Αυγούστου 1759 μεταξύ των ρωσοαυστριακών δυνάμεων του στρατηγού Σαλτικόφ και του πρωσικού… … Dictionary of Greek
Σεγκύρ, Σοφία Ροστόπτσιν, κόμισσα του- — Γαλλίδα συγγραφέας (Πετρούπολη 1799 Παρίσι 1874). Κόρη του Ρώσου στρατηγού Ροστόπτσιν, παντρεύτηκε τον κόμη Ευγένιο ντε Σεγκύρ. Ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων σπουδαιότερα από τα οποία είναι οι Αναμνήσεις ενός γάιδαρου (1860),… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek